Τις καλύτερες παραδόσεις της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, κυρίως της αγγλικής (Λι Φέρµορ, Τσάτουιν, Ντάλριµπλ) βρίσκω στο εξαιρετικό βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα «Κωνσταντινούπολη, Η πόλη των Απόντων», που µόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο συγγραφέας, που ζει και εργάζεται στην Πόλη τα τελευταία χρόνια και αποκαλεί τον εαυτό του νεο-Πολίτη, όπως διαβάζουµε στο σύντοµο βιογραφικό του, µας οδηγεί σε µια Κωνσταντινούπολη, την Ιστάνµπουλ των Τούρκων (µε αυτόν τον τονισµό), που είναι σίγουρο πως δεν την έχουν δει οι επισκέπτες της, όσοι συνωθούνται στα παζάρια της ή στα διάσηµα µνηµεία της.

Ο υπότιτλος του βιβλίου δηλώνει ήδη ότι ο συγγραφέας µάς παρουσιάζει µια πόλη «απόντων», δηλαδή την πόλη των µειονοτήτων – Ελλήνων, Φραγκολεβαντίνων, Εβραίων, Αρµενίων, Ρώσων –, όλων αυτών που στη µεταβυζαντινή εποχή της – ο Μασσαβέτας αποκαλεί το Βυζάντιο Ρωµανία και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο της οπτικής του – δηµιούργησαν τον χαρακτήρα της και τον πολιτισµό της. Η αναµόχλευση της µνήµης των απόντων οδηγεί τον συγγραφέα και φυσικά εµάς στα κρυφά και στα φανερά ίχνη τους, εκκλησίες, συναγωγές, κατοικίες, στενά αλλά και ζωές, κρυµµένες σήµερα σε γηροκοµεία ή σε αυλές εκκλησιών. Οι ανθρώπινες ιστορίες – οι εβραίες γιαγιάδες στο γηροκοµείο που τιτιβίζουν στα ιουδαιοϊσπανικά αλλά και στα ελληνικά και τα γαλλικά, η Ρωµιά Μαντάµ Καίτη στην Αντιγόνη, το Πριγκιπόνησο, που η οικογενειακή µικροϊστορία της αποκαλύπτει όλη την παρακµή του ελληνισµού της Πόλης, για να δώσω µερικά παραδείγµατα – συνέχουν όλη την αφήγηση του Μασσαβέτα και κάνουν αυτό το ογκώδες βιβλίο των 668 σελίδων να διαβάζεται σαν µυθιστόρηµα µε πραγµατικούς ήρωες.

Αλλά ο Μασσαβέτας δεν µένει µόνο στους απόντες. Μας δείχνει και τους αθέατους της Πόλης, δηλαδή τουρκικούς ή κουρδικούς πληθυσµούς που έχουν εποικίσει την Πόλη και τις παλιές συνοικίες – συνοικίες βυζαντινές, κυρίως γύρω από τον Κεράτιο. Είναι πληθυσµοί καθυστερηµένοι, φανατικοί, θεοσεβούµενοι, ξενόφοβοι, ο κόσµος του βαθέος Ισλάµ µε τα τσαντόρ, που αλλοιώνουν την αστική φυσιογνωµία ολόκληρων περιοχών. Η πρωτοφανής καθυστέρησή τους δεν είναι µόνο υλική αλλά είναι και καθυστέρηση ηθών. Ο Μασσαβέτας κάνει λόγο για «µαύρους» και «λευκούς» Τούρκους. Μαύροι είναι όλοι αυτοί οι επείσακτοι πληθυσµοί. Λευκοί είναι οι τούρκοι αστοί, κυρίως µια αστική τάξη νεόπλουτων, µε πολλά στοιχεία κιτς στη συµπεριφορά τους. Αυτή η δυτικόστροφη τάξη, που σήµερα µπορεί να εκφράζεται πολιτικά από τον «εκσυγχρονιστή» Ερντογάν, δεν αισθάνεται άνετα µε το καθυστερηµένο κοµµάτι του εαυτού της. ∆ιεκδικεί την αστική µνήµη της Πόλης, εποµένως και τη µνήµη των Ελλήνων και των άλλων απόντων. Και αρκετές φορές διαµαρτύρεται για τις εκδηλώσεις της κατάκτησης της Πόλης το 1453 ή για τα σχέδια αστικής ανάπλασης των ισλαµιστών και µιζαδόρων του µητροπολιτικού δήµου της Πόλης µε τα οποία εξαφανίζονται ολόκληρα κοµµάτια της χτισµένης Ιστορίας της Κωνσταντινούπολης. Ο συγγραφέας δεν µένει φυσικά µόνο στο παρόν. Από το σήµερα µας οδηγεί στην Ιστορία της Πόλης, στα βυζαντινά, φράγκικα, οθωµανικά, εβραϊκά κ.λπ. µνηµεία της. Αυτές οι διαδροµές είναι οργανικές, αφού η Ιστορία της Πόλης δεν διεκόπη ποτέ, παρά τις τοµές και τις ρήξεις. Το στοιχείο που προσωπικά εκτίµησα σε αυτό το βιβλίο, πέρα βεβαίως από την ποιότητα της αφήγησης και τη δύναµη της τεκµηρίωσης, είναι ότι ο συγγραφέας ούτε νοσταλγεί ούτε µελαγχολεί. Από αυτή την άποψη η Κωνσταντινούπολη του Μασσαβέτα δεν µοιάζει µε καµιά άλλη Κωνσταντινούπολη, Πόλη ή Ιστάνµπουλ.

ΥΓ.: Η φωτογραφία του Ελύτη και της Ιουλίτας Ηλιοπούλου στην πρώτη σελίδα των «βιβλίων» της 29ης Οκτωβρίου ήταν του Νίκου ∆ήµου. Ζητούµε συγγνώµη από τον συγγραφέα και φωτογράφο για την παράλειψη, πολύ περισσότερο που η φωτογραφία αυτή είναι από τις πλέον διάσηµες και αναγνωρίσιµες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ