Το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε την κυβέρνηση του κ. Γ. Παπανδρέου το Δημοψήφισμα, αδικεί το έργο της και τις προσπάθειες που κατέβαλε – λυσιτελείς και συχνά αντιφατικές αλλά και μέσα σε ένα εξαιρετικά αντίξοο περιβάλλον χωρίς την παραμικρή στήριξη από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις – για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Ταυτόχρονα όμως προσφέρει «τροφή για σκέψη» πάνω στη ρηχότητα και τις ανεπάρκειες του πολιτικού μας συστήματος οι οποίες σε περιόδους κρίσης αποδεικνύονται εξαιρετικά επικίνδυνες.

Ο κ. Γ. Παπανδρέου κατέληξε σε μια απόφαση για Δημοψήφισμα που εκ των υστέρων φαίνεται απόλυτα ακατανόητη. Εξαρχής βέβαια προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς έβαζε τη χώρα σε περιπέτειες, δημιουργούσε κλίμα αβεβαιότητας και έμοιαζε να θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια τη συμμετοχή μας στο ευρώ. Για κάποιους ωστόσο, κι όχι άδικα, ήταν και λύτρωση, ένας τρόπος για να μπορέσει η κυβέρνηση να ανακτήσει τη νομιμοποίηση που είχε ανάγκη, να εκφραστούν τελικά και οι πολίτες για όσα έχουν συμφωνηθεί.

Η εξέλιξη των πραγμάτων δεν τους δικαίωσε. Όπως φάνηκε ήταν μια απόφαση της στιγμής, μια παρορμητική κίνηση χωρίς την παραμικρή προετοιμασία, χωρίς καν να έχει διασφαλιστεί η έκτη δόση την οποία χρειάζεται η χώρα για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία.

Οι ευρωπαίοι εταίροι δεν είχαν ειδοποιηθεί και κανείς φαίνεται δεν είχε υπολογίσει τον διεθνή αντίκτυπο, την κρίση που θα ξέσπαγε στα διεθνή χρηματιστήρια και την ανάδειξη της Ελλάδας και της αβεβαιότητας για τη στάση της στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα του πλανήτη έστω και για μια ημέρα!

Πώς είναι δυνατόν; Πώς γίνεται μια υπεύθυνη κυβέρνηση η οποία κατά τεκμήριο είχε κινηθεί με μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό και είχε πετύχει σημαντικές συμφωνίες, σωτήριες για την οικονομία, να αναιρέσει κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα όλο της το έργο και να βρεθεί στα πρόθυρα της κατάρρευσης;

Η απάντηση βρίσκεται στο… Καστρί. Ο κ. Παπανδρέου από την πρώτη στιγμή υιοθέτησε έναν τρόπο διακυβέρνησης που στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε άτυπες διεργασίες και επιτροπές αρμόδιων και αναρμόδιων. Τα θεσμικά όργανα είτε δεν υπήρχαν είτε στην καλύτερη περίπτωση υπολειτουργούσαν. Ακόμα και η περίφημη Κυβερνητική Επιτροπή εξαντλούσε το έργο της σε γενικόλογες συζητήσεις επικυρώνοντας στην καλύτερη περίπτωση ήδη ειλημμένες αποφάσεις.

Κανένα σχεδόν πρόβλημα, και ιδίως τα προβλήματα της επικαιρότητας, δεν υπήρξε αντικείμενο συγκροτημένης συζήτησης με κανονική λήψη αποφάσεων, μελέτη των επιπτώσεων, ανάθεση ευθυνών και παρακολούθηση της υλοποίησης.

Το ίδιο συνέβη και με την απόφαση για το δημοψήφισμα. Ελήφθη σε μια άτυπη συνάντηση ανθρώπων της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού, οι οποίοι όμως εμφανώς δεν ήταν σε θέση να σταθμίσουν τις συνέπειές της. Δεν ρωτήθηκε κανείς άλλος, δεν μελετήθηκαν από κανέναν οι επιπτώσεις και βέβαια επειδή δεν συμμετείχαν πολλά στελέχη του ΠαΣοΚ και της κυβέρνησης δεν αισθάνονταν δεσμευμένα να στηρίξουν μια απόφαση για την οποία είχαν διαφωνίες ή επιφυλάξεις.

Με την απόφασή του να στηρίξει κυβέρνηση συνεργασίας ο κ. Γ. Παπανδρέου αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δίνει μια διέξοδο που υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Μπορεί να ελπίζει ότι η ιστορία θα είναι καλή μαζί του γιατί παρά τα λάθη δεν δίστασε να επωμιστεί ευθύνες και βάρη που ανήκαν σε άλλους. Για μας τους υπόλοιπους ας μείνει σαν παρακαταθήκη ότι οι θεσμοί και οι διαδικασίες δεν είναι θέμα τύπων αλλά ουσίας!