Τι σηµαίνει η συµφωνία της Πέµπτης µε τις χώρες της ευρωζώνης για την Ελλάδα; Με δυο λόγια είναι η τελευταία µας ευκαιρία να αντιµετωπίσουµε την κρίση χωρίς να υποχρεωθούµε να βγούµε από το ευρώ. Κι αυτό θα εξαρτηθεί πια αποκλειστικά από εµάς.

Αυτό που στην πραγµατικότητα συµβαίνει είναι ότι η Ευρώπη αναλαµβάνει να καλύψει τις ανάγκες µας σε δάνεια περίπου ως το 2020 – µε ζεστό χρήµα, µεταθέτοντας τη λήξη των οµολόγων για αργότερα, µειώνοντας τα επιτόκια που πληρώνουµε – και ως τότε εµείς θα πρέπει να έχουµε βάλει τα οικονοµικά µας σε τάξη ώστε να µπορούµε να συνεχίσουµε µόνοι µας. Εχουµε δηλαδή οχτώ χρόνια σιγουριάς µπροστά µας; Οχι βέβαια. Για να αντέξουµε ως τότε, πρώτον, θα πρέπει να έχουµε βάλει ένα µέρος των χρηµάτων εµείς οι ίδιοι µέσα από τις αποκρατικοποιήσεις – πράγµα εξαιρετικά δύσκολο. Και δεύτερον, θα πρέπει να έχουµε πρωτογενή πλεονάσµατα έτσι ώστε το 2020 το χρέος να έχει πέσει στο 120% του ΑΕΠ και να είναι διαχειρίσιµο.

Με άλλα λόγια, η πολιτική της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης θα πρέπει να συνεχιστεί ενδεχοµένως και πιο αυστηρά – θα εξαρτηθεί από τα ακριβή στοιχεία της τελικής συµφωνίας που δεν είναι ακόµα γνωστά. Ταυτόχρονα θα πρέπει να περάσουµε από την ύφεση στην ανάπτυξη, γιατί βέβαια µε το εθνικό εισόδηµα να πέφτει δεν έχουµε την παραµικρή ελπίδα.

Κυρίως όµως θα πρέπει να σοβαρευτούµε. Γιατί βέβαια κανείς δεν µπορεί να φανταστεί ότι οι Ευρωπαίοι είναι διατεθειµένοι να ζήσουν ξανά το ίδιο θρίλερ. Είναι χαρακτηριστικό ότι Μέρκελ και Σαρκοζί διαπραγµατεύονταν προσωπικά το κούρεµα µε τους τραπεζίτες ως το πρωί. Την επόµενη φορά είναι πια πολύ πιθανό ότι θα µας δείξουν την έξοδο. Μπορεί να τα καταφέρει η κυβέρνηση; Εχει τη θέληση, την ικανότη τα αλλά και την κοινωνική αποδοχή για να υλοποιήσει µια τέτοια πολιτική; Πολλοί, δικαιολογηµένα, αµφιβάλλουν. Και υποστηρίζουν ότι µόνο κυβερνήσεις συνεργασίας θα µπορούσαν να σηκώσουν ένα τέτοιο έργο. Για ποια συνεργασία µιλάµε όµως όταν η αντιπολίτευση αρνείται πεισµατικά να δει την πραγµατικότητα και στην πράξη υιοθετεί κάθε συντεχνία; Η δυσλειτουργικότητα του πολιτικού µας συστήµατος µπορεί να αποδειχθεί η µεγαλύτερη τροχοπέδη για να βγούµε από την κρίση.

Οσο για τις τράπεζες και τα Ταµεία που έχουν κυριαρχήσει στα τηλεοπτικά παράθυρα, για µια ακόµα φορά χάνουµε το δάσος για το δέντρο. Και ως προς µεν τα Ταµεία είναι σχεδόν µη θέµα. Οσα χρησιµοποιούσαν για παράδειγµα οµόλογα για να εισπράττουν τους τόκους από το ∆ηµόσιο µπορεί να συνεχίσουν να τους εισπράττουν, αν χρειαστεί, µια κι έτσι κι αλλιώς θα επιβαρύνουν την ίδια τσέπη. Αλλωστε, το κράτος έχει επιδοτήσει µε κοντά 150 δισ. τα Ταµεία τα τελευταία χρόνια. Οσα πάλι τα χρησιµοποιούν ως ενέχυρο για δανεισµό, το πολύ-πολύ να χρειαστούν, αν χρειαστούν, κάποιες πρόσθετες εγγυήσεις. ∆εν θα είναι το τέλος του κόσµου.

Πιο σοβαρό είναι το ζήτηµα των τραπεζών που κινδυνεύουν να τιµωρηθούν γιατί επένδυσαν σε κρατικά οµόλογα. Από µόνο του αυτό δεν θα πρέπει να µας απασχολεί – άλλωστε για χρόνια οι τράπεζες έβγαζαν δισεκατοµµύρια από εµάς και από το κράτος. Το τι είδους τραπεζικό σύστηµα θέλουµε όµως, πώς τα χρήµατα που θα µπουν θα πάνε στην πραγµατική οικονοµία και βέβαια το αν θέλουµε οι τράπεζες να γίνουν κρατικές ή να περάσουν σε ξένα χέρια, είναι ζητήµατα που θα πρέπει να αντιµετωπιστούν µέσα στους επόµενους µήνες. Με την επίγνωση µάλιστα ότι η παρτίδα θα κερδηθεί ή θα χαθεί µέσα στον επόµενο, το πολύ στα επόµενα δύο χρόνια. Μετά θα είναι αργά!