Οι εθνικές επέτειοι έχουν κάτι µελαγχολικό. Πάντα το είχαν, αλλά περισσότερο σήµερα. Φταίνε και οι συµπτώσεις. 25η Μαρτίου 2011, ανήµερα, ο Πρωθυπουργός έβγαινε από το συµβούλιο κορυφής στις Βρυξέλλες δηλώνοντας ότι «πετύχαµε να βελτιώσουµε το πλαίσιο εφαρµογής του µνηµονίου». Φτάσαµε στις παραµονές της επόµενης επετείου για να πετύχουµε την τελευταία «βελτίωση». Στις αγορές θα βγούµε στην επέτειο των διακοσίων χρόνων της ελληνικής επανάστασης, αν όλα πάνε καλά. Η Ιστορία µάς ειρωνεύεται και τα «Χρόνια πολλά» που συνήθιζε να εύχεται ο Πρωθυπουργός στους πολίτες ακόµη και την 28η Οκτωβρίου αντηχούν και αυτά ειρωνικά. Χρόνια πολλά, πράγµατι.

Μπορούµε να επισπεύσουµε; Και µήπως να βγούµε ακαριαία από το µακρόσυρτο λούκι; Μπορούµε να δηµιουργήσουµε µια ηρωική εποχή;

Ορισµένοι φλερτάρουν µε την ιδέα.

Να βγούµε από τον «ηρωισµό της καθηµερινής ζωής» του Μπωντλαίρ, του είρωνα ποιητή; Οµως δεν έχουµε σαφές διακύβευµα, όπως και εκείνος δεν είχε – αλλά είχε επίγνωση. Εµάς ποιο «στάδιον δόξης» µάς προσµένει; Σίγουρα, δεν µας περιµένουν τα βουνά της Αλβανίας. Σήµερα πια, η εθνική µας κυριαρχία και αξιοπρέπεια δεν παίζονται σε ένα «ναι» ή σε ένα «όχι».

Και αν το «όχι» είναι η απάντηση, τότε ποιο είναι το ερώτηµα; Από µια άποψη, δεν υπάρχει ερώτηµα. ∆εν µας ρωτούν και η κυβέρνησή µας προτιµά να µην ερωτάται. Το γεγονός αυτό δεν είναι τόσο δραµατικό, αν και η περίσταση είναι απολύτως δραµατική. ∆ραµατική είναι η κατάσταση στην οποία έχουµε περιέλθει. Αλλά αυτό δεν οφείλεται σε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Η εθνική κυριαρχία δεν είναι αυτό που ήταν στα µαύρα χρόνια του Μεταξά. Κρίσιµο µέρος της εκχωρήσαµε αυτοβούλως στους ευρωπαϊκούς θεσµούς µε τη συµµετοχή µας στην ΕΟΚ, κατόπιν στην ΕΕ, και στη νοµισµατική ένωση. Και πολύ καλά κάναµε, τουλάχιστον κατ’ αρχήν. Αν το εγχείρηµα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης αποτύχει, χωρίς µάλιστα να έχει επί της ουσίας αναληφθεί, η εθνική κυριαρχία θα µας επιστραφεί στο ακέραιο και θα τη χτυπάµε στο κεφάλι µας.

Αλλά δεν χρειάζεται να προτρέχουµε. Οπωσδήποτε, είναι δυσάρεστο και οδυνηρό ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο περιθώριο των αποφάσεων που την αφορούν. Ακόµα και αν η Ελλάδα φέρει την πρώτιστη ευθύνη για τη δεινή θέση της, δεν θα έπρεπε να είναι ανεκτό να υποστεί «τιµωρητικές» αποφάσεις. Ούτε για τους Ελληνες, ούτε για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Αλλά η ευθύνη για την αποφυγή αποφάσεων που προξενούν βλάβη στην ελληνική κοινωνία προς παραδειγµατισµό της ίδιας ή τρίτων ανήκει στο ακέραιο στην ελληνική κυβέρνηση. Εδώ δεν σηκώνει καµιά υπεκφυγή.

Ωστόσο βλέπουµε ότι για µία ακόµα φορά τα ένστικτα της εγχώριας άρχουσας πολιτικής τάξης στρέφονται στην παρένδυση της πραγµατικότητας. Οι πολιτικοί ιθύνοντες επιχειρούν να φέρουν τα πράγµατα στα µέτρα τους. Αντί να διαπραγµατεύονται, µε «ναι» και µε «όχι», αντί δηλαδή να καθίστανται συνοµιλητές στο εξωτερικό, το µυαλό τους γυρίζει στον επιµερισµό της ευθύνης µέσα στο µίζερο εθνικό πολιτικό σκηνικό. Αντί να αρπάζουν την κρίσιµη µέρα για τον τόπο, στρέφονται στη διαχείριση της επόµενης µέρας για τους ίδιους. Η πολιτική σκηνοθεσία καταντά καρικατούρα. Οι ηθοποιοί παίρνουν θέση στις «κόκκινες γραµµές». Η τοποθέτηση επιτηρητών στα υπουργεία εµφανίστηκε από ένα ετερόκλητο πλήθος δηµαγωγών ως κόκκινη γραµµή. Οπως, όµως, ήταν απολύτως αναµενόµενο, τα προσχήµατα τηρήθηκαν. Η Μέρκελ δεν επρόκειτο να στραπατσάρει την πρόσοψη της ελληνικής κυβέρνησης τόσο ώστε να κινδυνεύσει να πάρει την εφαπτοµένη, δηλαδή να πει το ηρωικό «όχι», και οι Ελληνες, όλοι µαζί, να εισέλθουµε στην εποχή ενός ολοκληρωτικού πολιτικού και κοινωνικού πρωτογονισµού.

Αλλά το πρόβληµα παραµένει για µας, τους πολίτες. Που σηµαίνει ότι αν έχουµε κάποιο «όχι» να πούµε, αυτό δεν έχει νόηµα να στρέφεται κατά προτεραιότητα έξω, σε εκείνους που αποφασίζουν για µας χωρίς εµάς, αλλά µέσα, σε εκείνους που πέτυχαν να είµαστε απόντες από τις αποφάσεις και παθητικοί δέκτες των συνεπειών τους. Η «εξωστρεφής» εκδήλωση µιας κοινωνικής άρνησης µπορεί να συµφέρει, ως τελευταία καταφυγή, την εγχώρια πολιτική τάξη που θα επιχειρούσε να επιβιώσει πάση θυσία, χειραγωγώντας τα θύµατα.

Η ανασύνταξη της χώρας προϋποθέτει ένα πολιτικό ξεκαθάρισµα. Να επισπεύσουµε, αναλώνοντας ταχύτερα τα υφιστάµενα σχήµατα εξουσίας που µας κρατούν σε υστέρηση. Αλλά είναι βέβαιο ότι χρειάζεται να γίνουµε συµµέτοχοι σε ένα νέο συλλογικό αφήγηµα, που δεν προϋποθέτει κάποια φαντασιακή «εθνική οµοψυχία», σηµαίνει όµως ένα πλαίσιο συνύπαρξης που δεν καταλήγει σε αρνητικό άθροισµα: τα στερεότυπα και αστόχαστα «όχι» που ανταλλάσσουµε καταφάσκοντας έµπρακτα τη µιζέρια του ακραίου κοινωνικού κατακερµατισµού. Μακάρι το αφήγηµα αυτό στην πορεία του να υπερβαίνει τα εθνικά όρια και να καταλήγει στον λαό της Ευρώπης. Για να ξεκινήσουµε την πορεία, από τη µεριά µας, χρειάζεται να ανανοηµατοδοτήσουµε τον «ηρωισµό της καθηµερινής ζωής». Οι επαγγελµατίες του ηρωισµού θα οδηγηθούν στο περιθώριο.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ