Οι Ελληνες είναι ίσως ο µοναδικός λαός που γιορτάζει ως εθνικό σύµβολο το «Οχι». Μια λέξη που παραπέµπει αυτοµάτως στην ελληνική άρνηση στο ιταλικό τελεσίγραφο τον Οκτώβριο του 1940 και που εορτάζεται ως η δεύτερη σηµαντικότερη εθνική επέτειος. Ως προς αυτό δεν υπάρχει διαφωνία. Υπάρχει όµως διαφωνία ως προς το ποιος πραγµατικά είπε το «Οχι». Εξαιτίας του εµφυλίου πολέµου και της ταραχώδους πολιτικής ζωής στη µεταπολεµική Ελλάδα, η αφήγηση των πολεµικών και διπλωµατικών γεγονότων, της Κατοχής και της Αντίστασης γινόταν σχεδόν πάντα υπό το πρίσµα των πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών του γράφοντος. Το ίδιο συνέβη και µε το «Οχι»: για άλλους το «Οχι» το είπε ο Μεταξάς και για άλλους ο λαός.

Ξεκινώντας από αυτή την παρατήρηση, µπορούµε να στοχαστούµε πάνω σε µια σειρά ζητήµατα: πρώτον, ποια είναι η σηµασία του «Οχι» ως διαχρονικής στάσης για το ελληνικό έθνος· δεύτερον, αν υπάρχουν και άλλα «Οχι» που συγκροτούν ένα είδος εθνικής συνέχειας και, τρίτον, ποιος είναι αυτός που λέει (ή που θεωρείται ότι λέει) το «Οχι» σε κάθε ιστορική συγκυρία. Μέσα από αυτές τις σκέψεις µπορούµε να αναλογιστούµε εν τέλει και τι µπορεί να σηµαίνει σήµερα το «Οχι» ή τι θα θέλαµε να σηµαίνει. Θα ήταν δηλαδή η αυτονόητη συνέχεια µιας παλαιάς ιστορίας;

Τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιωάννης Μεταξάς, απορρίπτοντας το ιταλικό τελεσίγραφο, αναδείχθηκε εθνικός «ήρωας» της επίσηµης Ιστορίας. Η άρνησή του απέναντι στον επίδοξο κατακτητή της Ελλάδας εντάχθηκε στη σειρά των ηρωικών αγώνων που στο εθνικό φαντασιακό συναρθρώνουν την εποποιία του Εθνους ανά τους αιώνες. Σύµφωνα λοιπόν µε αυτή την ερµηνεία, το «Οχι» το είπε ο Μεταξάς. Μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγµαταρχών ωστόσο, στο κλίµα της Μεταπολίτευσης και µέσω της υπόρρητης ή και σαφούς σύνδεσης της πρόσφατης µε την παλαιά δικτατορία, η πράξη αυτή του Μεταξά χαρακτηρίστηκε «καπρίτσιο της Ιστορίας». Πράγµατι, φαινόταν παράξενο ότι ένας δικτάτορας µε φασίζουσα ιδεολογία και σύµβολα εµπνευσµένα από τη χιτλερική Γερµανία και την Ιταλία του Μουσολίνι επέλεξε να αντιταχθεί στον Αξονα. Γι’ αυτόν τον λόγο επεκράτησε η άποψη ότι το «Οχι» το είπε ο ελληνικός λαός. Η ερµηνεία αυτή συνδέθηκε µε την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την ένταξή της στην εθνική ιστορία. Αλλοτε λοιπόν το «Οχι» το λένε οι ηγέτες και άλλοτε οι λαοί. Και, πάντως, όποιος και να το πει, οι επίγονοι έχουν τη δυνατότητα να το ερµηνεύσουν κατά το δοκούν.

Απρόσωπο ή προσωποποιηµένο, το «Οχι» έχει συγκεκριµένα χαρακτηριστικά: δηλώνει την αντίσταση ή την εξέγερση εναντίον ξένων κατακτητών ή καταπιεστικής εξουσίας. Σηµαίνει «δεν παραδίδοµαι», «δεν σκύβω το κεφάλι», και παραπέµπει στις αξίες της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας. ∆εν υπάρχει αµφιβολία. Ολοι µας θέλουµε να µπορούµε να πούµε «όχι», είτε αυτό αφορά ατοµικές επιλογές είτε συλλογικές πράξεις. Η ικανότητα να λέµε «όχι» σηµαίνει θάρρος, ανδρεία, αυτοπεποίθηση.

Σε εθνικό επίπεδο, οι ήρωες του «Οχι» είναι πολλοί, ακόµη κι αν δεν χρησιµοποίησαν ποτέ τη συγκεκριµένη λέξη. Τους αναγνωρίζουµε στα πρόσωπα των αγωνιστών του ’21 και στο σύνθηµα «Ελευθερία ή θάνατος»· στην απεγνωσµένη αυτοθυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου· στο Κούγκι και στο Αρκάδι. Ωστόσο αρχετυπική για τη σειρά των ηρώων που αντιστέκονται είναι η περίπτωση του Λεωνίδα και των τριακοσίων του. Αν υπάρχει ένα αντίστοιχο του «Οχι» µέσα στην Ιστορία, αυτό είναι χωρίς αµφιβολία το «Μολών λαβέ». Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι αυτοί οι «ήρωες του Οχι» (αν µπορούµε να κατασκευάσουµε µια τέτοια κατηγορία) δεν ήταν ήρωες που νίκησαν κυριολεκτικά αλλά µόνο ηθικά. Είναι µια από τις γνωστές ειρωνείες της Ιστορίας ότι, λέγοντας το «Οχι», θυσίασαν τη ζωή τους και έχασαν τη µάχη. ∆εν ανταµείφθηκαν µε µια νίκη. Και η Ελλάδα εξάλλου κατακτήθηκε το 1941, παρά το «Οχι» της έναν χρόνο πριν. Εν τούτοις, είναι το ίδιο το τραγικό τέλος που ενισχύει την ηθική αξία της άρνησης και εξυψώνει όποιον την εκφέρει. «Και περισσότερη τιµή τους πρέπει / όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) / πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, / κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».

Ολα τα «Οχι» της Ιστορίας αναφέρονται ωστόσο σε ένοπλη αντίσταση και εξέγερση. Τι σηµαίνει να λέει κάποιος «Οχι» σε περίοδο ειρήνης; Αν χρησιµοποιήσουµε τη µεταφορά του πολεµικού «Οχι», ένα ειρηνικό «Οχι» θα σήµαινε επίσης ικανότητα αντίστασης στη στέρηση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας, απεµπόληση της νωθρότητας του κοµφορµισµού, και εν τέλει αυτοθυσία για την υπεράσπιση ηθικών αξιών. Με άλλα λόγια, το «Οχι» έχει πάντα κάποιο υλικό κόστος, µικρό ή µεγάλο, στο όνοµα του ηθικού οφέλους. Εποµένως, το ερώτηµα που τίθεται είναι κατά πόσον η ελληνική κοινωνία σήµερα έχει την ικανότητα να συσπειρωθεί για να υπερασπιστεί µείζονες ηθικές αξίες και τι είναι έτοιµη να θυσιάσει στο όνοµα αυτών των αξιών. Το εγχείρηµα αυτό είναι πολύ πιο σύνθετο από το «Οχι» της 28ης Οκτωβρίου. Ante portas δεν είναι ο φασιστικός στρατός και ο «εχθρός» έχει σήµερα χαµαιλεόντεια χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές οµάδες βλέπουν αλλού η καθεµία το πρόσωπό του. Το «Οχι» έχει κατακερµατιστεί και δεν γράφεται πλέον µε κεφαλαία γράµµατα.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ