Μια από τις μεγάλες αντινομίες της κρίσης είναι ότι έχουν επιφορτιστεί το ξεπέρασμά της τα κόμματα που κατά κύριο λόγο φέρουν την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση. Είναι αυτό δυνατόν; Μπορεί το νέο να προκύψει από το παλιό;

Είναι φυσικό πολλοί να αμφιβάλλουν. Κι όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα εύκολα διακρίνουν ότι στην ελληνική κοινωνία σήμερα πληθαίνουν οι ζυμώσεις και οι προβληματισμοί για το πώς και με ποιους θα προχωρήσουμε. Σε όλο το πολιτικό φάσμα. Από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά κάθε μέρα εμφανίζεται και ένα καινούργιο σχήμα με στόχο είτε την πρόκληση διαλόγου και προβληματισμού είτε και την ανάληψη πρωτοβουλιών πολιτικού χαρακτήρα.

Μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα προκύψει κάτι καλό από όλη αυτή την κινητικότητα; Κανείς δεν το γνωρίζει. Το σίγουρο είναι ότι περισσότερο από κάθε άλλη φορά οι πολίτες είναι έτοιμοι να ακούσουν το καινούργιο και να αμφισβητήσουν τα κόμματα και την πολιτική παρακαταθήκη της μεταπολίτευσης. Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να οδηγήσει σε θεαματικές ανατροπές στις προσεχείς εκλογές.

Στον αντίποδα ωστόσο οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι από πουθενά δεν έχει ακουστεί κάτι το διαφορετικό, μια πολιτική πρόταση πραγματικά ριζοσπαστική που θα μπορούσε να προσελκύσει τους πολίτες. Υπάρχουν οι καλές προθέσεις συχνά από πρόσωπα με εξαιρετική παρουσία στον κοινωνικό στίβο αλλά μέχρι εκεί. Ο προβληματισμός περιστρέφεται και εξαντλείται στα ζητήματα -και στα αδιέξοδα- που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση. Και δυστυχώς την ώρα που όλοι γνωρίζουμε που θέλουμε να πάμε, ταυτόχρονα κατανοούμε ότι η πραγματική δυσκολία είναι στο πώς. Όλες οι καλές προθέσεις στον κόσμο με άλλα λόγια δεν φτάνουν.

Ακόμα χειρότερα οι κινήσεις αυτές είναι διάσπαρτες, χωρίς συντονισμό και μερικές φορές δίνουν την εντύπωση ότι μπερδεύονται με προσωπικές στρατηγικές. Όπως για παράδειγμα χθες που μια πρωτοβουλία από κορυφαίες προσωπικότητες που θα μπορούσαν πραγματικά να προσφέρουν, η δημιουργία του «Κοινωνικού Συνδέσμου», μονοπωλήθηκε επικοινωνιακά από την επιθυμία του κ.Φλωρίδη να ανοίξει μέτωπο με τους τρεις υπουργούς -Διαμαντοπούλου, Λοβέρδο ,Ραγκούση- που τάχθηκαν, όπως και αυτός, υπέρ της επίσπευσης των μεταρρυθμίσεων.

Κι αυτό ίσως είναι ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κατάστασής μας: ακόμα και όταν συμφωνούμε αδυνατούμε να συνεννοηθούμε. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε ιδεολογήματα περί ανιδιοτελούς προσφοράς. Οσοι ασχολούνται με τα κοινά έχουν κατά τεκμήριο φιλοδοξίες. Αυτό δεν είναι κακό. Αντιθέτως αποτελεί κίνητρο για τη συμμετοχή χωρίς την οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει η πολιτική. Το κακό ξεκινά από τη στιγμή που αντιπαραθέτουμε τις φιλοδοξίες μας στην ανάγκη της συλλογικότητας.

Πολλές φορές στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, ξένοι σχολιαστές έχουν εντυπωσιαστεί από τον «ατομισμό» που επιδεικνύουμε ακόμα και μπροστά σε μια τόσο βαθιά κρίση. Είναι ενδεχομένως αυτός ακριβώς ο ατομισμός όμως που επιτρέπει στα κατεστημένα κόμματα να επιβιώνουν. Γιατί βέβαια έστω κι έτσι είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από τα διάσπαρτα σχήματα που καθημερινά εμφανίζονται!