Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς περιορισµένης δηµοσιονοµικής κυριαρχίας και ότι τελεί, για την ακρίβεια, υπό καθεστώς αυστηρής, ευρωπαϊκής, δηµοσιονοµικής επιτήρησης, λόγω υπερβολικού δηµόσιου χρέους και δηµοσιονοµικού ελλείµµατος. Oπως είναι, επίσης, γεγονός αναµφισβήτητο ότι η δανειακή εξάρτηση της Ελλάδας τόσο από τους ιδιώτες-δανειστές της (από τις αγορές) όσο και από τους δηµόσιους διεθνείς δανειστές της (χώρες ευρωζώνης και ∆ΝΤ) συνεπάγεται, αναπόφευκτα, σοβαρούς, πραγµατικούς, περιορισµούς στην άσκηση της κυριαρχίας της.

Γι’ αυτό και δεν βλέπω τι χειρότερο και τι επαχθέστερο από αυτό που ζούµε εδώ και δύο χρόνια πρόκειται να φέρουν στη χώρα µας η προαναγγελθείσα τροποποίηση των ευρωπαϊκών συνθηκών στις 23 Οκτωβρίου και η εγκαθίδρυση ενδεχοµένως ενός υπουργού των Οικονοµικών στην ΕΕ, καθώς και ενός είδους αυστηρής προληπτικής και κατασταλτικής επιτήρησης της δηµοσιονοµικής πολιτικής και του προϋπολογισµού των χωρών, ειδικά των υπερχρεωµένων όπως η δική µας. ∆ιότι, αλήθεια, τι προέχει, εκεί που φτάσαµε σήµερα, και τι είναι πιο σηµαντικό για την ίδια την ταπεινωµένη κυριαρχία µας και την εθνική µας υπερηφάνεια: η αποφυγή περιορισµών στην εθνική µας κυριαρχία ή η µακροπρόθεσµη απεξάρτηση της οικονοµίας µας από τα δόκανα των αγορών και από τις ανάλγητες απαιτήσεις των δανειστών µας; Τι να την κάνω την απόλυτη εξουσία αυτοπροσδιορισµού της συλλογικής µου µοίρας, όταν δεν µπορώ και δεν ξέρω να τη διαχειριστώ µόνος µου; Και γιατί συνιστά απεµπόληση της εθνικής µας κυριαρχίας η αποδοχή περιορισµών στη δηµοσιονοµική µας κυριαρχία, όταν οι περιορισµοί αυτοί αντισταθµίζονται από τη συµµετοχή µας, στο µέτρο των δυνάµεών µας, στην άσκηση µιας συλλογικής και επιµερισµένης οικονοµικής κυριαρχίας σε ένα ευρύτερο οικονοµικό σύνολο, όπως είναι η ευρωζώνη; Τι υπηρετεί καλύτερα και αποτελεσµατικότερα την εθνική ανεξαρτησία µας – αφού περί αυτού συνεχώς τυρβάζουµε: η επιδίωξη της οικονοµικής ισχύος και ευρωστίας της χώρας µας µέσα στην Ευρώπη υπό την κηδεµονία έστω της πανίσχυρης Γερµανίας ή η παράδοσή της µόνης και έρηµης, αλλά εθνικά υπερήφανης, στη βορά των ανεξέλεγκτων αγορών;

Αυτό που λησµονούµε είναι ότι όταν ενταχθήκαµε, πριν από δέκα χρόνια στην ΟΝΕ, και δεχθήκαµε ως νόµισµα το ευρώ, αποδεχθήκαµε την οριστική εκχώρηση και άρα απώλεια της νοµισµατικής µας κυριαρχίας. Μαζί εποµένως µε την κατάργηση της δραχµής, ως εθνικού νοµίσµατος, συµβόλου εθνικής κυριαρχίας, απωλέσαµε και τη δυνατότητα, νοµική και πραγµατική, να ασκούµε δική µας νοµισµατική πολιτική, δηλαδή εθνική πολιτική τιµών και εισοδηµάτων, καθώς και συναλλαγµατική πολιτική µε τη δυνατότητα υποτίµησης ή ανατίµησης της δραχµής. Λίγοι είχαν κλάψει τότε για τη θυσία της δραχµής µπροστά στα ασύγκριτα µεγαλύτερα από την απώλεια της νοµισµατικής µας κυριαρχίας προσδοκώµενα οικονοµικά οφέλη.

Παράλληλα όµως µε την απώλεια της νοµισµατικής µας κυριαρχίας είχαµε αποδεχθεί, ως χώρα, µέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, και περιορισµούς στην άσκηση της δηµοσιονοµικής µας κυριαρχίας και είχαµε αναλάβει, επιπλέον, τη δέσµευση να συντονίζουµε την οικονοµική µας πολιτική µε εκείνη των άλλων χωρών της ΕΕ. Τέλος, µε την αποδοχή του Ευρωπαϊκού Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του ’90 είχαµε αναλάβει από τότε διεθνή, συµβατική υποχρέωση να τηρούµε οικονοµική πολιτική λιτότητας και µειωµένου ελλείµµατος.

Ολα αυτά συνιστούσαν βέβαια και επέφεραν σοβαρούς, νοµικούς, περιορισµούς σε αυτό που καταχρηστικά ονοµάζουµε «οικονοµική κυριαρχία». Φαίνεται πως τα είχαµε ξεχάσει όταν ήλθε η τρόικα και µας εξανάγκασε να κάνουµε βίαια και ανάλγητα όσα δεν κάναµε χρόνια τώρα ως µέλη της ευρωζώνης. Η Ελλάδα δεν είναι σήµερα, τυπικά, λιγότερο κυρίαρχη από όσο ήταν τότε που µπήκε στην ΟΝΕ και κύρωνε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, εκχωρώντας τη νοµισµατική και δηµοσιονοµικής της κυριαρχία.

Αλλά και αν γυρίζαµε ακόµη πιο πίσω και συγκρίναµε τη νοµισµατική κυριαρχία που είχε η Ελλάδα ή θα είχε η ίδια ως χώρα της δραχµής µε αυτήν που έχει ως µέλος του ευρώ, πιστεύω πως σίγουρα η νοµισµατική «συγκυριαρχία» που ασκεί σήµερα µέσα στην ΟΝΕ, έστω και περιορισµένη πραγµατικά, λόγω της µικρής της ισχύος και της υπερχρέωσής της, είναι ασύγκριτα ισχυρότερη από εκείνη που είχε ή που θα είχε ή θα έχει αν, ο µη γένοιτο, επιστρέψει στην κυριαρχία του εθνικού νοµίσµατος.

Ας αποφασίσουµε, επιτέλους, τι προτιµάµε: µια ρακένδυτη ουσιαστικά αλλά πλήρη τυπικά κυριαρχία ή µια ανθηρή οικονοµικά αλλά περιορισµένη τυπικά κυριαρχία.

Ξέρω ότι το ιδεώδες θα ήταν να µη χρειαζόταν να απαντήσουµε σε αυτό το δίληµµα. Αυτό όµως προϋποθέτει την ιστορική προοπτική µιας άλλης Ευρώπης µε ριζικά διαφορετική οικονοµική πολιτική. Μια άλλη νοµισµατική και δηµοσιονοµική πολιτική, η οποία δεν είναι όµως δυνατόν να επιτευχθεί παρά µόνον αν συντονιστούν και συνεργήσουν οι λαοί και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης. Η ριζική αλλαγή της οικονοµικής πολιτικής είναι το ζητούµενο και επιδιωκόµενο, µόνο που αυτή δεν µπορεί πια να επιτευχθεί, όπως τη δεκαετία του ’60, σε εθνικό επίπεδο αλλά µόνο σε ευρωπαϊκό. Αυτός είναι ο ορίζοντας της εθνικής µας µοίρας. Ας το συνειδητοποιήσουµε, αν θέλουµε να είµαστε, πράγµατι, κύριοι της µοίρας µας. Εχουµε να επιλέξουµε ανάµεσα σε µια µοναχική και ρακένδυτη εθνική κυριαρχία και σε µια περιορισµένη συγκυριαρχίαστην Ευρώπη.

Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητής του Συνταγματικού uni0394ικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ