Η αλήθεια για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι σκληρή και πικρή: δεν ξέρουν τι θέλουν ως εκ τούτου, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ή, όπως ειρωνικά έγραψε ο «Economist», «το σχέδιό τους είναι να αποκτήσουν ένα σχέδιο».

Αυτήν ακριβώς την ωµή αλήθεια αποτυπώνει η κατάσταση που έχει δηµιουργηθεί. Και η οποία άφησε να αποκτά ανεξέλεγκτες διαστάσεις µια κρίση που ίσως µπορούσε στην πρώτη φάση της να είχε αντιµετωπιστεί µε ένα απλό ποτήρι νερό.

Υποτίθεται ότι αυτή τη φορά η λύση είναι θέµα εικοσιτετραώρων αλλά ακόµη κι αυτό το έχουµε ακούσει πέντε-έξι φορές ως τώρα! Ευλόγως: όταν δεν ξέρεις τι θέλεις, πώς θα βρεις τι πρέπει να κάνεις;

Το δυστύχηµα είναι ότι σε αυτό το θέατρο του παραλόγου έχει εµπλακεί (και µάλιστα στην πρώτη γραµµή…) η χώρα µας. Χωρίς όµως να µετέχει και στις διαβουλεύσεις που την αφορούν.

Κακά τα ψέµατα, όλοι έχουµε αντιληφθεί ότι η πραγµατική διαπραγµάτευση γίνεται σε επίπεδο Ανγκελα Μέρκελ, Νικολά Σαρκοζί , Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και (ενδεχοµένως) Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο επίπεδο δηλαδή ενός ∆ιευθυντηρίου το οποίο δεν προβλέπεται από καµία ευρωπαϊκή συνθήκη και το οποίο ουσιαστικά διαµορφώνει τις αποφάσεις που θα ληφθούν _ αν και όταν ληφθούν.

Με άλλα λόγια και για να µην έχουµε αυταπάτες: η απόφαση που θα προκύψει για την Ελλάδα είναι µια απόφαση που θα έχει ληφθεί χωρίς την Ελλάδα.

Ποιος λοιπόν θα την εφαρµόσει;

Το ερώτηµα δεν είναι ρητορικό, διότι την ίδια στιγµή η οικονοµική κρίση στη χώρα µας έχει πάρει κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις.

* Κοινωνικές επειδή το «πρόγραµµα εξυγίανσης» που επεβλήθη από τους δανειστές απεδείχθη όχι µόνο σκληρό ή άδικο αλλά και ατελέσφορο.

Με αποτέλεσµα η χώρα να διανύει την τρίτη χρονιά ύφεσης και να βαδίζει αισίως για την τέταρτη, οι ανοχές και οι αντοχές της κοινωνίας να έχουν εξαντληθεί αλλά η δηµοσιονοµική προσαρµογή να αποτελεί ακόµη µακρινό στόχο. Ακόµη και ο Ολι Ρεν αναγκάστηκε προχθές να αποδεχθεί ότι «η κατάσταση στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί». Και όχι µόνο αυτό: το γεγονός ότι η δηµοσιονοµική προσαρµογή στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά στη φορολογική επιβάρυνση των µισθωτών και των συνταξιούχων δεν βάθυνε µόνο την ύφεση αλλά όξυνε και ένα αίσθηµα κοινωνικής αδικίας, γεγονός που καθιστά την αποδοχή της οικονοµικής πολιτικής δυσκολότερη.

* Πολιτικές επειδή το πολιτικό σύστηµα γενικά και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ειδικότερα δείχνουν αδύναµοι να διαχειριστούν την κατάσταση που έχει δηµιουργηθεί και τις δεσµεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα.

Το θέαµα της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ στη συζήτηση για το πολυνοµοσχέδιο ήταν σχεδόν θλιβερό: σου έδιναν την εντύπωση ότι ψηφίζουν µε το πιστόλι στον κρόταφο. Η παρουσία της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού είναι από διακριτική έως ανύπαρκτη και µόνο η πληθωρικότητα του αντιπροέδρου και υπουργού Οικονοµικών συντηρεί την εντύπωση ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να υπάρχει.

Με άλλα λόγια, όλα δηµιουργούν την εντύπωση ότι µαζί µε τις αντοχές της κοινωνίας έχει εξαντληθεί και το πολιτικό κεφάλαιο της κυβερνητικής παράταξης.

Πάνω από δέκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ το δήλωσαν στη Βουλή, τουλάχιστον τρεις υπουργοί το είπαν µε δικά τους λόγια στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συµβουλίου κι απ’ όλες τις πλευρές διατυπώνεται προς τον Πρωθυπουργό η απαίτηση για «πολιτικές πρωτοβουλίες» µόλις καθαρίσει ο ευρωπαϊκός ορίζοντας. «∆εν πάει άλλο!» είπε ρητά η Βάσω Παπανδρέου. Αλλά ποιες πρωτοβουλίες έχει στη διάθεσή του ο Πρωθυπουργός; Ουσιαστικά µόνο δύο.

Είτε να παραιτηθεί και να οδηγήσει τη χώρα το ταχύτερο σε εκλογές.

Είτε να παραιτηθεί και να προσπαθήσει να φτιάξει µια κυβέρνηση ευρύτερης πολιτικής βάσης από την παρούσα Βουλή.

Είναι προφανές ότι προκειµένου να αποφύγει το πρώτο, θα µπορούσε ίσως να συζητήσει το δεύτερο. Αλλά µε ποιους; ∆ιότι, κακά τα ψέµατα, δεν βρίσκω πολλούς διατεθειµένους να διευρύνουν την πολιτική βάση του Γ. Παπανδρέου ή, για να δανειστώ µια αγαπηµένη έκφραση του Τζακ Κένεντι, «ακούω πολλή φασαρία στον διάδροµο, αλλά δεν βλέπω κανέναν να µπαίνει στο δωµάτιο». Ούτως ή άλλως ο Αντ. Σαµαράς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν συζητεί τίποτε άλλο από εκλογές, ενώ ούτε η υπόλοιπη αντιπολίτευση (µε εξαίρεση ίσως τον Γ. Καρατζαφέρη ) δείχνει να αποδέχεται λύση από τη σηµερινή Βουλή. Τι σηµαίνει αυτό; Κάτι πολύ απλό: ότι το αίτηµα για «πολιτικές πρωτοβουλίες» είναι ουσιαστικά αίτηµα για εκλογές. Οι οποίες καθίστανται σχεδόν µονόδροµος.

Υπό µία προϋπόθεση: ότι η λύση που θα προκύψει ερήµην µας από την Ευρώπη δεν θα είναι τόσο δραµατική ούτε τόσο καταστροφική ώστε να σαρώσει πλήρως το πολιτικό σύστηµα και να µην αφήσει τίποτε όρθιο να φθάσει στην κάλπη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ