Μερικές φορές αναρωτιέται κανείς αν οι βουλευτές γνωρίζουν τι πράγματι συμβαίνει στην κοινωνία. Αίφνης δημιουργήθηκε μέγα ζήτημα για το περίφημο άρθρο 37 που επιτρέπει να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις των κλαδικών.

Υπό κανονικές συνθήκες το ζήτημα θα έπρεπε πράγματι να μας απασχολήσει σοβαρά. Όσο απαραίτητη είναι η περίφημη «ελαστικότητα» στην αγορά εργασίας για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να μειωθεί η ανεργία, άλλο τόσο απαράδεκτη είναι η λύση της μειοδοσίας στους μισθούς σαν υποκατάστατο της αδυναμίας μας να αυξηθεί η παραγωγικότητα.

Μόνο που οι συνθήκες δεν είναι κανονικές. Και οι επιχειρησιακές συμβάσεις όχι μόνο έχουν γίνει καθεστώς αλλά κινδυνεύουν και αυτές να ανατραπούν από τις ατομικές συμβάσεις που επιβάλουν οι εργοδότες. Κι όχι μόνο σε κάποιους κλάδους χωρίς συνδικάτα. Το φαινόμενο ανθεί ακόμα και στα μέσα ενημέρωσης που και συνδικαλισμός υπάρχει αλλά και βρίσκονται κατά τεκμήριο στο κέντρο της δημοσιότητας.

Σε άλλους κλάδους μπορούμε να φανταστούμε. Έχουν περικοπεί ωράρια, έχουν περικοπεί μισθοί και ασφαλώς σε πολλές περιπτώσεις δεν προσφέρεται καν ασφαλιστική κάλυψη-όλα μαύρα. Ο δρόμος είχε ανοίξει άλλωστε εδώ και καιρό με την αδήλωτη εργασία των μεταναστών.

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Πάρα πολλές επιχειρήσεις -ακόμα και κομματικές επιχειρήσεις της αριστεράς- αναγκάζονται να κάνουν απολύσεις γιατί έχει μειωθεί ο κύκλος των εργασιών τους και αντιμετωπίζουν δυσβάστακτες ζημιές. Σε αυτή την περίπτωση- το δίλημμα έχει μπει με έντονο τρόπο και στα μέσα ενημέρωσης- τι είναι άραγε προτιμότερο; Να τηρηθούν οι κλαδικές συμβάσεις ή να προστατευθούν όσο γίνεται οι θέσεις εργασίας με μείωση των μισθών;

Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Αν για παράδειγμα σε έναν κλάδο η κρίση μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή τότε αξίζει τον κόπο να γίνει κάθε προσπάθεια για να περιοριστούν οι απολύσεις. Με αυτή την έννοια η αναστολή των κλαδικών συμβάσεων και η μείωση των μισθών -προσωρινά ως ότου ολοκληρωθεί το μεσοπρόθεσμο- είναι προς το συμφέρον και των εργαζομένων και της οικονομίας.

Σε κλάδους – φούσκες ωστόσο, στους κλάδους για παράδειγμα που υπηρετούσαν το λάιφ στάιλ του υπερδανεισμού, η απασχόληση πρέπει να μειωθεί αν κάποτε θέλουμε πράγματι να καταναλώνουμε όσα παράγουμε. Κι αυτή δεν είναι «δεξιά» λύση. Είναι κατ εξοχήν η λογική συνέπεια – με πολύ πιο βίαιο τρόπο μάλιστα- και των θέσεων εκείνων που πιστεύουν ότι μπορεί η χώρα να ζήσει χωρίς την ανάγκη των δανειστών μας και να τα βγάλει πέρα μόνη της.