Τι ήθελαν να πουν οι «τρεις»; Γιατί το είπαν τώρα; Ποιες είναι οι αληθινές προθέσεις τους; Και πώς θα αντιδράσει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ που ψηφίζει την Πέμπτη το νομοσχέδιο για τα νέα μέτρα;

Προτού προλάβει καλά-καλά να αναρτηθεί το κείμενο των τριών υπουργών στις ιστοσελίδες τους, οι ερμηνείες μεταξύ των εντός και επί τα αυτά έδιναν κι έπαιρναν. Μαζί και η κριτική. Θα προκαλέσει αντισυσπείρωση και θα διχάσει το ΠαΣοΚ, υποστήριζαν οι μεν. Πώς τολμάνε και μιλάνε από τη στιγμή που και αυτοί είναι συνυπεύθυνοι στο πρόβλημα, προσέθεταν οι δε.

Μπορεί να έχουν ή να μην έχουν δίκιο _ αδιάφορο. Εκείνο που εκπλήσσει είναι ότι δεν έγινε η παραμικρή συζήτηση για την ουσία όσων λένε. Την ώρα που καίγεται το σπίτι μας θα περίμενε κανείς ότι θα μας ενδιέφερε να καταλάβουμε πώς φτάσαμε ως εδώ και κατά συνέπεια τι πρέπει να γίνει. Ομως όχι. Βολευόμαστε όλοι πίσω από μικροπολιτικές αναλύσεις που απλώς ανακυκλώνουν τη μιζέρια μας.

Βολεύονται κατ’ αρχήν τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι που καταφέρνουμε έτσι να είμαστε «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Χωρίς ένα στοιχειώδες ερμηνευτικό πλαίσιο μπορεί να είμαστε τα πάντα για όλους ανάλογα με το πού γέρνουν οι θεαματικότητες. Για τον ίδιο λόγο βολεύονται και οι πολιτικοί. Ανεύθυνοι ως το τέλος και έως ότου βέβαια έρθουν στην εξουσία. Τότε φυσικά αλλάζουν. Βολεύονται όμως και οι πολίτες, όσοι τουλάχιστον ψάχνουν ένα άλλοθι για να αρνηθούν κάθε αλλαγή.

Να το πούμε διαφορετικά. Ως κίνηση στην εσωκομματική σκακιέρα δεν έχουμε κανέναν λόγο να μας απασχολεί το κείμενο των τριών. Εχουμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα. Ως πολιτική θέση ωστόσο επείγει να συζητηθεί. Κατ’ αρχήν μέσα στο ίδιο το ΠαΣοΚ που σήμερα αντί να έχει ή πάντως να προβάλλει τη δική του πρόταση για το πώς θα βγούμε από την κρίση, εμφανίζεται συρόμενο και εκβιαζόμενο σε έναν καταιγισμό μονοσήμαντα εισπρακτικών μέτρων. Ετσι όμως και το ίδιο οδηγείται στην απαξίωση αλλά και η προοπτική εξόδου από την κρίση γίνεται όλο και πιο δύσκολη καθώς προκαλεί κοινωνικές αντιστάσεις.

Θα πρέπει όμως να συζητηθεί και στην κοινωνία. Ως σήμερα έχει κυριαρχήσει η λογική ότι οι κακοί πολιτικοί για λόγους ψηφοθηρικούς μάς έφεραν εδώ που μας έφεραν. Εχει έτσι υποτιμηθεί το πώς τα κάθε είδους συμφέροντα και οι κοινωνικές ομάδες έφεραν στην εξουσία τους πολιτικούς που ήθελαν και υπαγόρευσαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέντα.

Οι τρεις υπουργοί επισημαίνουν ότι αυτή η συμπεριφορά φόρεσε προοδευτικό μανδύα και θεωρήθηκε έκφραση της κοινωνίας την ώρα που υπηρετούσε συντεχνιακές επιδιώξεις και λειτουργούσε ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Και νομιμοποιούνται να το πουν γιατί έχουν συγκρουστεί με τέτοιες λογικές ακόμη και αν τους έχει στοιχίσει εσωκομματικά. Με μια διαφορά: ότι η συμπεριφορά την οποία καταδικάζουν στηρίχθηκε σε μια πραγματικότητα ή πάντως σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση: ότι στην Ελλάδα ουδέποτε λειτούργησε το κράτος δικαίου, ότι άλλη είναι η δικαιοσύνη για τους ισχυρούς και άλλη για τους κοινούς πολίτες. Ο καθένας θεωρούσε κατά συνέπεια όχι απλώς θεμιτό αλλά και όρο επιβίωσης τη διεκδίκηση όσων προνομίων μπορούσε.

Φτιάξαμε έτσι μια κοινωνία που από τη μια πλευρά διεκδικούσε τη συμμετοχή της στον πυρήνα της Ευρώπης και από την άλλη δημιουργούσε και ενίσχυε δομές τριτοκοσμικού κράτους. Το ελληνικό παράδοξο!