Για το ερώτηµα τι άλλαξε και τι δεν άλλαξε στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο του 1981 ως σήµερα χάρη στο ΠΑΣΟΚ, καθώς και για τους µετασχηµατισµούς του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, έχουν γραφεί πολλά. Λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στο ερώτηµα µε ποια κριτήρια θα πρέπει να αξιολογηθούν οι τοµές και οι συνέχειες στην πολιτική, στην οικονοµία και στην κοινωνία οι οποίες συνδέονται µε το ΠΑΣΟΚ. Αν κριτήριο είναι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήµερα η χώρα, τότε υπάρχει ο πειρασµός να µην αξιολογηθεί θετικά καµία από τις αλλαγές που επέφερε το ΠΑΣΟΚ τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Το οικονοµικό πρόβληµα της χώρας µας αντανακλά ένα ιστορικό πρόβληµα διακυβέρνησης. Πίσω από τη σηµερινή οικονοµική κρίση κρύβεται µια κρίση συγκρότησης και λειτουργίας πολιτικών και διοικητικών θεσµών, σχέσεων των θεσµών µε την κοινωνία και πολιτικής κουλτούρας, που χρονολογείται τουλάχιστον από το 1981. Κατά την τριακονταετία 1981-2011 οι θεσµοί κάµφθηκαν, όχι απαραιτήτως από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, προκειµένου να εξυπηρετήσουν την «κοµµατική λογική», οι σχέσεις των θεσµών µε την κοινωνία διαµορφώθηκαν προς όφελος µικρών αλλά ιδιαίτερα ισχυρών οµάδων συµφερόντων και η πολιτική κουλτούρα χρωµατίστηκε από πολιτική αποξένωση, κυνισµό και δυσπιστία προς τους θεσµούς και τις πολιτικές, επιχειρηµατικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Από το 1981 ως το 2011, µε εξαίρεση µικρά χρονικά διαστήµατα (π.χ. το διάστηµα πριν από την ένταξή µας στην ΟΝΕ), σε ό,τι αφορά τα δηµόσια οικονοµικά κάθε φορά που συγκρούονταν η πελατειακή πολιτική λογική και η οικονοµική λογική, επικρατούσε η πρώτη. Το αποτέλεσµα ήταν αλλεπάλληλες δηµοσιονοµικές υπερβάσεις, οι οποίες µετά το 2008 συνέπεσαν µε την παγκόσµια οικονοµική αστάθεια. Το αποτέλεσµα αυτής της «σύµπτωσης» το ζούµε σήµερα. Μια ένδειξη της κρίσης διακυβέρνησης ήταν η κατάρρευση των φορολογικών εσόδων σε συνδυασµό µε την αύξηση των δηµόσιων δαπανών και τη διεύρυνση του χάσµατος εισαγωγών – εξαγωγών επί κυβέρνησης Ν∆ κατά τη διετία 2007-2009. Αρα ένα συµπέρασµα θα ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ευθύνεται για την πρόσφατη παρόξυνση της οικονοµικής κρίσης. Ωστόσο θα έµοιαζε εξίσου εύλογο ένα διαφορετικό συµπέρασµα: εφόσον το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τα 22 από τα τελευταία 30 χρόνια, η κρίση διακυβέρνησης, απότοκη της οποίας είναι η οικονοµική κρίση, οφείλεται σε αυτό το κόµµα. Το συµπέρασµα όµως αυτό είναι απλουστευτικό. Είναι πιθανό ότι πολλές από τις αλλαγές στους πολιτικούς και διοικητικούς θεσµούς και στις σχέσεις κράτους – κοινωνίας, τις οποίες επέφερε το ΠΑΣΟΚ από το 1981 ως σήµερα, δεν θα ήσαν δυνατές χωρίς την εξής αντίληψη: ο κρατικός προϋπολογισµός είναι εύπλαστος. Η αντίληψη αυτή δεν είναι συνέπεια, ειδικά και µόνο, της ηγεµονίας του ΠΑΣΟΚ µετά το 1981, καθώς οι ρίζες της συνδέονται µε την ίδρυση και ιστορική εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους. Και αν σωστά αποδίδεται στο ΠΑΣΟΚ η ευθύνη για την εκτίναξη του δηµόσιου χρέους την οκταετία 1981-1989, στο ίδιο επίσης οφείλεται πλήθος θεσµικών µεταρρυθµίσεων και νέων δηµόσιων πολιτικών, οι περισσότερες των οποίων αφενός ήσαν αναγκαίες για τον εκδηµοκρατισµό και εκσυγχρονισµό της χώρας, αφετέρου κόστισαν χρήµατα.

Γιατί είναι φανερό ότι τόσο η ίδρυση νέων θεσµών όσο και η υιοθέτηση νέων πολιτικών κοστίζουν. Για παράδειγµα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εκτεταµένο κοινωνικό κράτος και αποκεντρωµένο διοικητικό σύστηµα. Στην Ελλάδα πριν από το 1981 και ξανά από το 1990-1993 δεν υπήρξε ουσιαστική πρόοδος σε αυτούς τους δύο τοµείς. Αντίθετα από τη διάχυτη εντύπωση, µετά το 1993, επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ δεν εφαρµόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το 1995-2000 οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν από το 20% στο 24% του ΑΕΠ, παρ’ ότι οι συνταξιοδοτούµενοι δεν αυξήθηκαν µε την ίδια ταχύτητα. Επίσης ο εκδηµοκρατισµός του τοπικού κράτους έγινε σταδιακά, πάλι επί ΠΑΣΟΚ. Αν αποδεικνυόταν ότι τέτοιες αλλαγές διεύρυνσης της κοινωνικής προστασίας και της δηµοκρατίας συνετέλεσαν στη δηµοσιονοµική κατάρρευση, θα τις καταδικάζαµε άραγε εκ των υστέρων, µε βάση το κουρασµένο από την κρίση βλέµµα που σήµερα ρίχνουµε στο παρελθόν; ∆εν είναι σίγουρο.

Για τη σύγχρονη Κεντροαριστερά, που δρα σε ανοιχτές οικονοµίες ευάλωτες στις πιέσεις της παγκοσµιοποίησης, το δίληµµα δεν είναι «προσκόλληση σε παραδοσιακές πολιτικές ή δηµοσιονοµικός εκτροχιασµός». Είναι µάλλον η λεπτή ισορροπία ανάµεσα αφενός στο θεσµικό και συµβολικό όφελος αλλαγών που οδηγούν σε µεγαλύτερη ελευθερία και µικρότερες ανισότητες, αφετέρου στο δηµοσιονοµικό κόστος αυτών των αλλαγών. Το ΠΑΣΟΚ µπορεί εύλογα να κατηγορηθεί ότι δεν πρόσεξε πάντοτε πόσο εύθραυστη ήταν αυτή η ισορροπία. Μεταξύ πολλών άλλων κριτηρίων, κάθε αλλαγή που το κόµµα αυτό επέφερε στην πολιτική, στην οικονοµία και στην κοινωνία την περίοδο 1981-2011 θα έπρεπε να αξιολογηθεί µε βάση κυρίως αυτό το κριτήριο.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Tμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ