Ξεκινάω από τα θετικά χαρακτηριστικά της τριαντάχρονης διαδροµής του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήµατος. Πρέπει αρχικά να αναφερθούµε στη δυναµική αντίσταση που οι οπαδοί του Ανδρέα Παπανδρέου, µέσω του ΠΑΚ, έδειξαν σε όλη την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας. Καθώς και στον καθοριστικό ρόλο που το ΠΑΣΟΚ έπαιξε στην άµβλυνση της αντικοµµουνιστικής ιδεολογίας, στην καταπολέµηση των αντικοµµουνιστικών πρακτικών του κράτους και του αποκλεισµού της Αριστεράς από τον δηµόσιο χώρο. ∆εν χρειάζεται να τονισθεί ότι αυτή η πολιτική της ένταξης των ηττηµένων του Εµφυλίου στο πολιτικό σύστηµα οδήγησε, ίσως για πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία, στη µακρόχρονη σταθεροποίηση του δηµοκρατικού κοινοβουλευτισµού. Και εξίσου σταθεροποιητικό ρόλο έπαιξε η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να αναδιανείµει τον πλούτο µέσω της ενδυνάµωσης του κοινωνικού κράτους και της δηµιουργίας του Εθνικού Συστήµατος Υγείας.

|||||||| Μαζικοποίηση χωρίς εκδημοκρατισμό

Από την άλλη πλευρά όµως πολλές από τις παραπάνω πολιτικές δεν ευοδώθηκαν λόγω της αποτυχίας του ΠΑΣΟΚ να εκδηµοκρατίσει το κοµµατικό σύστηµα της χώρας. Συγκεκριµένα, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, µε το χάρισµα, τις οργανωτικές ικανότητες και την εξαιρετική ευφυΐα του, διαµόρφωσε σε έναν µεγάλο βαθµό όχι µόνο τη δοµή και φυσιογνωµία του κόµµατος που ίδρυσε αλλά και τη λειτουργία του µεταδικτατορικού πολιτικού συστήµατος της χώρας. Ετσι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να δηµιουργήσει το πρώτο µη κοµµουνιστικό µαζικό κόµµα στην Ελλάδα. Ενα κόµµα παρακλάδια του οποίου έφθασαν σταδιακά ακόµη και στα πιο αποµακρυσµένα χωριά της χώρας. Από αυτή τη σκοπιά το άνοιγµα του ΠΑΣΟΚ στα λαϊκά στρώµατα και η είσοδος νέων πολιτικών στην κοµµατική αρένα µπορεί να συγκριθεί µε ένα προηγούµενο άνοιγµα του πολιτικού συστήµατος που η άνοδος του βενιζελισµού επέφερε στη µεσοπολεµική περίοδο.

Μέσα σε αυτό το ραγδαία µεταβαλλόµενο πλαίσιο ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως αδιαµφισβήτητος κυρίαρχος ενός άκρως συγκεντρωτικού, µαζικού κόµµατος και ως παντοδύναµος πρωθυπουργός (µετά την εκλογική νίκη του 1981), είχε ίσως περισσότερη δύναµη απ’ όση οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός στην κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου. Αν όχι στον οικονοµικό, σίγουρα στον κοµµατικο-διοικητικό χώρο είχε τη δυνατότητα να διαµορφώσει ένα πιο σύγχρονο και δηµοκρατικότερο πολιτικό σύστηµα (πάταξη της ρουσφετολογίας, κόµµατα «αρχών» κτλ.). Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν άρπαξε αυτή τη µοναδική ευκαιρία. Ετσι το πολιτικό σύστηµα διατήρησε και πολλαπλασίασε/µαζικοποίησε τα πελατειακά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά της προδικτατορικής περιόδου (πελατειακά δίκτυα, κοµµατικοποίηση της δηµόσιας διοίκησης, µαζική διαφθορά κτλ.).

Θα µπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι, αν ο Ανδρέας Παπανδρέου απέτυχε να µεταστρέψει το ελληνικό πολιτικό σύστηµα από ρουσφετολογικές προς περισσότερο καθολικές µορφές οργάνωσης, το ίδιο είχε συµβεί και µε τον Βενιζέλο στον Μεσοπόλεµο. Η διαφορά όµως έγκειται στο ότι ο δεύτερος, στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει/εκδυτικοποιήσει το φιλελεύθερο κόµµα του, συνάντησε την πείσµονα αντίδραση ισχυρών τοπικών προυχόντων, τους οποίους δεν µπορούσε να αγνοήσει ή να παρακάµψει. Αντίθετα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε σοβαρή αντίδραση από τα στελέχη του και υπό αυτή την έννοια είχε πολύ ευρύτερο πεδίο ελιγµών. Οσο για το άλλο µεγάλο αστικό κόµµα της Μεταπολίτευσης, τη Νέα ∆ηµοκρατία, και αυτό ακολούθησε πιστά το ΠΑΣΟΚ σε ό,τι αφορά τη µαζικοποίηση της οργάνωσης και τη διαιώνιση των πελατειακών πρακτικών. Με άλλα λόγια, στη Μεταπολίτευση τα δύο κεντρικά κόµµατα µαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδηµοκρατισθούν, χωρίς δηλαδή να αµβλύνουν τα πελατειακά και λαϊκιστικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τα προδικτατορικά αστικά κόµµατα.

|||||||| Οι οικονομικές επιπτώσεις

Οι παραπάνω εξελίξεις είχαν βέβαια σοβαρές επιπτώσεις στον χώρο της οικονοµίας. Και το ΠΑΣΟΚ και η Ν∆ χρησιµοποίησαν σηµαντικούς πόρους της χώρας καθώς και την ευρωπαϊκή βοήθεια όχι για τον εκσυγχρονισµό της οικονοµίας αλλά για την κατάκτηση και διατήρησή τους στην εξουσία. Αντί για την ανάπτυξη µιας παραγωγικής/ανταγωνιστικής οικονοµίας οι πόροι χρησιµοποιήθηκαν σε έναν µεγάλο βαθµό για την ανάπτυξη πελατειακών δικτύων µέσω των οποίων οι πολιτικοί κέρδιζαν ψήφους µε κύριο αντάλλαγµα αδικαιολόγητες παροχές ή τη δηµιουργία παρασιτικών θέσεων εργασίας στον δηµόσιο τοµέα.

Υπήρχαν βέβαια σοβαρές προσπάθειες εκσυγχρονισµού, κυρίως κατά τη σηµιτική διακυβέρνηση. Αυτές όµως οι προσπάθειες δεν απέδωσαν γιατί ο τότε πρωθυπουργός δεν µπόρεσε να ελέγξει ένα κόµµα που ήταν βαθιά αντιεκσυγχρονιστικό, ένα κόµµα που τον θεωρούσε «ξένο σώµα». Είναι ακριβώς αυτή η κατάσταση που, εν µέρει τουλάχιστον, εξηγεί τη σηµερινή οικονοµική κρίση. Από την πασοκική κατασπατάληση της ευρωπαϊκής βοήθειας που προοριζόταν για τον εκσυγχρονισµό της άκρως αντιπαραγωγικής ελληνικής γεωργίας στη δεκαετία του ‘80 ως την καραµανλική «επανίδρυση του κράτους» που οδήγησε στον διπλασιασµό των δηµοσίων δαπανών, είχαµε ένα κοµµατικό σύστηµα που, αργά ή γρήγορα, θα µας οδηγούσε στο δηµοσιονοµικό αδιέξοδο. Οσο για τη σηµερινή παπανδρεϊκή διακυβέρνηση, και σε αυτή την περίπτωση οι βεβιασµένες, σπασµωδικές συνταγές εκσυγχρονισµού που η τρόικα µας έχει επιβάλει δεν φαίνεται να πετυχαίνουν, αφού το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» και τα συντεχνιακά συµφέροντα µε τα οποία είναι άµεσα συνδεδεµένο σαµποτάρουν συστηµατικά κάθε µεταρρυθµιστική πολιτική. Βέβαια στο επίπεδο παραγωγής νοµοσχεδίων έχουν προγραµµατιστεί σηµαντικές αλλαγές στην οικονοµία και στο κράτος. Αλλά πολλά από αυτά τα νοµοθετικά έργα έχουν µείνει στα χαρτιά, τουλάχιστον για την ώρα – αφού ούτε η κοµµατική ούτε η κρατική µηχανή λειτουργούν αποτελεσµατικά. Χέρι-χέρι το αντιαναπτυξιακό κράτος και το αντιεκσυγχρονιστικό βαθύ ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να κοιτάζουν προς τα πίσω.

Ας ελπίσουµε ότι, αν τελικά υπερβούµε την κρίση παραµένοντας στην ευρωζώνη, οι εκσυγχρονιστικές δυνάµεις που υπάρχουν εντός και εκτός του ΠΑΣΟΚ θα πετύχουν τον εκδηµοκρατισµό του κοµµατικού συστήµατος, θα πετύχουν δηλαδή το πέρασµα από την τωρινή κοµµατικοκρατική στην κοµµατική δηµοκρατία.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ