Η επέκταση της κρίσης χρέους και σε άλλα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι κίνδυνοι που εγκυµονεί για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και η επαπειλούµενη δεύτερη φάση της ύφεσης στην Ευρώπη κινητοποιούν τα ευρωπαϊκά όργανα εν όψει του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου (17-18.10.11).

Ετσι, υποστηρίζεται ότι στην Ελλάδα το έλλειµµα και το χρέος αντιστέκονται στις εφαρµοζόµενες πολιτικές µείωσής τους, µε αποτέλεσµα να µην είναι διαχειρίσιµα παρά την υλοποίηση του προγράµµατος λιτότητας της τρόικας και της κυβέρνησης. Η ελληνική οικονοµία εισέρχεται στο τέταρτο έτος (2012) της ύφεσης χωρίς να επιτυγχάνονται οι στόχοι του µνηµονίου 1 παρά την πλήρη απαξίωση της εργασίας και την ελεγχόµενη απαξίωση των επιχειρήσεων.

Οι ευρωπαίοι πολιτικοί, ιδιαίτερα εκείνοι των βόρειων χωρών, υποστηρίζουν ότι η βιωσιµότητα του ελληνικού χρέους θα εξασφαλισθεί µε ένα διευρυµένο haircut («κούρεµα»), δηλαδή µε τη µεγαλύτερη εθελοντική συµµετοχή των ιδιωτών επενδυτών και τραπεζών (αγορές) απ’ αυτό (21%) που προέβλεπε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 21.7.2011, ενώ οι αγορές υποστηρίζουν ότι ένα «κούρεµα» του ελληνικού χρέους κατά 50% ισοδυναµεί µε αποδυνάµωση της ήδη αποδυναµωµένης ρευστότητας του τραπεζικού συστήµατος, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης της οικονοµίας, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Ωστόσο, εκτός των προβαλλόµενων συνεπειών στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήµατος, αξίζει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής και σοβαρής εξέτασης οι συνέπειες στη ρευστότητα των ασφαλιστικών ταµείων, εξαιτίας του «κουρέµατος» των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου που κατέχουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Σε περίπτωση που δεν εξαιρεθούν από το «κούρεµα» τα οµόλογα του Ελληνικού ∆ηµοσίου που κατέχουν τα Ταµεία, τότε το «κούρεµα» των οµολόγων των ασφαλιστικών ταµείων θα µετεξελιχθεί σε περαιτέρω «κούρεµα» των συντάξεων. Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο την αναγκαιότητα επιλογής ενός εναλλακτικού προσανατολισµού στην κατεύθυνση της απαλλαγής του χρέους µε την ενεργό παρέµβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά οµολόγων µε αύξηση του νοµίσµατος, προκειµένου χώρες της ΕΕ που πλήττονται από την κρίση χρέους να απαλλαγούν από το άχθος του χρέους και να κατευθύνουν τους πόρους στη χρηµατοδότηση της ανάπτυξής τους για την ανάσχεση της ύφεσης, τη δηµιουργία πρωτογενών πλεονασµάτων και την ανασυγκρότηση του Κράτους Πρόνοιας.

Ο κ. Σ. Ροµπόλης είναι καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και επιστηµονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ