ΤΟ ΒΗΜΑ/ The Project Syndicate

Αυτή τη χρονιά παρακολουθήσαμε ένα παγκόσμιο κύμα κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής και αστάθειας – μάζες ανθρώπων να ξεχύνονται στους δρόμους, πραγματικούς και εικονικούς: η Αραβική Άνοιξη, η εξέγερση στο Λονδίνο, οι διαδηλώσεις της μεσαίας τάξης του Ισραήλ κατά των ακριβών ενοικίων και του υψηλού πληθωρισμού που υποσκάπτει το βιοτικό τους επίπεδο, οι διαμαρτυρόμενοι Χιλιανοί μαθητές και φοιτητές, η καταστροφή αυτοκινήτων πλουσίων στην Γερμανία, το κίνημα κατά της διαφθοράς στην Ινδία, η αυξανόμενη δυστυχία λόγω της διαφθοράς και της ανισότητας στην Κίνα, και τώρα το κίνημα «Καταλάβετε τη Wall Street» στη Νέα Υόρκη και κατά μήκος των ΗΠΑ.

Ενώ όλες αυτές οι διαδηλώσεις δεν έχουν ενιαία αιτήματα, εκφράζουν με ποικίλους τρόπους τις ανησυχίες της παγκόσμιας εργατικής και μεσαίας τάξης για τις προοπτικές της ζωής τους εν μέσω αυξανόμενης συγκέντρωσης ισχύος στα χέρια οικονομικών, χρηματοπιστωτικών και πολιτικών ελίτ. Τα αίτια του προβληματισμού τους είναι ξεκάθαρα: η υψηλή ανεργία και υποαπασχόληση στις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες; η ανεπαρκής εκπαίδευση που δίνεται σε νέους ανθρώπους και εργαζόμενους που καλούνται να ανταγωνιστούν για δουλειές σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, η απέχθεια που προκαλεί η διαφθορά, συμπεριλαμβανομένων και των νομιμοποιημένων μορφών όπως τα «λόμπι»∙ και η απότομη διεύρυνση της ανισότητας σε εισοδήματα και πλούτο στον ανεπτυγμένο κόσμο και στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αναδυόμενες οικονομίες.

Φυσικά, για τα δεινά που πλήττουν τόσους ανθρώπους δεν ευθύνεται μόνο ένας παράγων. Για παράδειγμα, η αύξηση της ανισότητας έχει πολλές αιτίες: την προσθήκη 2,3 δισεκατομμυρίων Κινέζων και Ινδών στην παγκόσμια εργατική δύναμη, που συρρικνώνει τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς τόσο των «γαλάζιων», όσο και των αναλώσιμων «λευκών κολάρων» στις ανεπτυγμένες οικονομίες την στρεβλωμένη, προς όφελος συγκεκριμένων δεξιοτήτων, τεχνολογική πρόοδο τα φαινόμενα όπου ο νικητής τα παίρνει όλα και οι υπόλοιποι τίποτα την ταχύτατη εμφάνιση εισοδηματικών ανισοτήτων σε οικονομίες που μέχρι πρόσφατα είχαν χαμηλά εισοδήματα και την όλο και λιγότερο προοδευτική φορολόγηση.

Αποτέλεσμα της ανισότητας είναι, εν μέρει, και η αύξηση στον δανεισμό τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα και τις σχετιζόμενες με αυτό το φαινόμενο φούσκες σε χρέη, μετοχές και ακίνητα. Η μετριότατη αύξηση του πραγματικού εισοδήματος για όλους, εκτός από τους πλούσιους τις περασμένες δεκαετίες άνοιξε ένα χάσμα ανάμεσα στα έσοδα και τις καταναλωτικές φιλοδοξίες. Στις άγγλο-σαξονικές χώρες, η απάντηση ήταν ο εκδημοκρατισμός της πίστωσης- μέσω της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης – που τροφοδότησε την αύξηση του ιδιωτικού χρέους, καθώς τα νοικοκυριά δανείζονταν για να καλύψουν την διαφορά. Στην Ευρώπη, το χάσμα γεφυρώθηκε με τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως η δωρεάν παιδεία, υγεία κτλ., που όμως δεν χρηματοδοτήθηκαν πλήρως από τους φόρους, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των δημοσίων ελλειμμάτων και του κρατικού χρέους. Και στις δύο περιπτώσεις, τα επίπεδα χρέους με τον καιρό έγιναν μη βιώσιμα.

Οι επιχειρήσεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες τώρα περικόπτουν θέσεις εργασίας, εξαιτίας της μειωμένης καταναλωτικής ζήτησης, που έχει οδηγήσει σε υπερβολικά αποθέματα αδιάθετων προϊόντων και αβεβαιότητα για την μελλοντική ζήτηση. Όμως οι απολύσεις αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την ζήτηση, διότι περιορίζουν το εργατικό εισόδημα και αυξάνουν την ανισότητα. Καθώς το μισθολογικό κόστος μιας επιχείρησης μεταφράζεται σε εργατικό εισόδημα και αυξημένη ζήτηση για τους εργαζομένους της, αυτό που μοιάζει ορθολογικό για κάθε εταιρεία χωριστά είναι συνολικά καταστροφικό για την οικονομία.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι ελεύθερες αγορές δεν γεννούν αρκετή καταναλωτική ζήτηση. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η «σφαγή» στα εργατικά κόστη έχει περιορίσει δραστικά το εισόδημα των εργαζομένων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με τον τραπεζικό δανεισμό να έχει στερέψει, οι επιπτώσεις στην κατανάλωση δεκαετιών άνισης αναδιανομής του πλούτου – από την εργασία στο κεφάλαιο, από τους μισθούς στα κέρδη, από τους φτωχούς στους πλούσιους, και από τα νοικοκυριά στις μεγάλες επιχειρήσεις – έχουν καταστεί σοβαρότατες, καθώς οι έχοντες (εταιρείες, κάτοχοι κεφαλαίου και πλούσια νοικοκυριά) δεν ξοδεύουν αρκετά ώστε να ισοσκελίσουν το έλλειμμα ζήτησης.

Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Ο Καρλ Μαρξ μπορεί να υπερεκτίμησε τις αρετές του σοσιαλισμού, αλλά είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι η παγκοσμιοποίηση, ο ανεξέλεγκτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, και η αχαλίνωτη αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου εις βάρος του κόσμου της εργασίας προς όφελος του κεφάλαιου μπορεί να οδηγήσει τον καπιταλισμό στην αυτοκαταστροφή. Όπως έλεγε, ο χωρίς φραγμούς καπιταλισμός μπορεί να οδηγήσει σε τακτικές εξάρσεις υπερπαραγωγής και υπό-κατανάλωσης και στην εμφάνιση καταστροφικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, που τροφοδοτούνται από πιστωτικές φούσκες και χρηματιστηριακές διακυμάνσεις.

Ακόμη και πριν την Μεγάλη Ύφεση, οι πεφωτισμένες «μπουρζουαζίες» της Ευρώπης αναγνώριζαν πως, για να αποφύγουν την επανάσταση, τα δικαιώματα των εργατών έπρεπε να προστατευθούν, τα μεροκάματα και οι εργασιακές συνθήκες να βελτιωθούν, και να δημιουργηθεί ένα κράτος πρόνοιας για να ανακατανείμει τον πλούτο και να χρηματοδοτήσει τα δημόσια αγαθά – εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ένα κοινωνικό δίκτυο ασφαλείας.

Η πίεση για την δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας επιταχύνθηκε μετά την Μεγάλη Ύφεση, καθώς το κράτος ανέλαβε την ευθύνη της μακροοικονομικής σταθεροποίησης – έναν ρόλο που απαιτούσε την διατήρηση μιας μεγάλης μεσαίας τάξης, μέσω της διεύρυνσης της παροχής δημοσίων αγαθών με άξονα την προοδευτική φορολόγηση εισοδημάτων και πλούτου και την δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για όλο τον κόσμο.

Έτσι, η άνοδος του κράτους κοινωνικής πρόνοιας ήταν μια αντίδραση (συχνά από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της αγοράς) στην απειλή των λαϊκών επαναστάσεων, του σοσιαλισμού και του κομουνισμού, καθώς αυξανόταν η συχνότητα και η σοβαρότητα των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Ακολούθησαν τρεις δεκαετίες σχετικής κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μια περίοδος οξείας μείωσης της ανισότητας και ραγδαίας αύξησης των μέσων εισοδημάτων.

Ορισμένα από τα διδάγματα για την ανάγκη ύπαρξης ξεχάστηκαν στην εποχή του Ρίγκαν και της Θάτσερ, όταν δημιουργήθηκε η όρεξη για μαζική απορρύθμιση λόγω, εν μέρει, των αδυναμιών του ευρωπαϊκού μοντέλου κράτους πρόνοιας. Οι ατέλειες αυτές αντικατοπτρίστηκαν σε τεράστια δημόσια ελλείμματα, υπερβολική γραφειοκρατία, και στην απουσία οικονομικού δυναμισμού, που οδήγησε πρώτα σε αρτηριοσκληρωτική ανάπτυξη, και σήμερα στην κρίση κρατικού χρέους της ευρωζώνης.

Όμως και το αγγλοσαξονικό μοντέλο «laissez-faire» φιλελευθερισμού έχει επίσης αποτύχει παταγωδώς. Η σταθεροποίηση των οικονομιών της ελεύθερης αγοράς απαιτεί ένα σωστό ισοζύγιο μεταξύ των αγορών και της παροχής δημοσίων αγαθών. Αυτό σημαίνει την απομάκρυνση τόσο από το αγγλοσαξονικό μοντέλο των ανεξέλεγκτων αγορών όσο και από το μοντέλο των ελλειμματικών κρατών πρόνοιας της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ακόμη και ένα εναλλακτικό «ασιατικό» μοντέλο ανάπτυξης – αν υφίσταται στ΄ αλήθεια κάτι τέτοιο – δεν απέτρεψε την αύξηση της ανισότητας στην Κίνα, την Ινδία και αλλού.

Κάθε οικονομικό μοντέλο που δεν αντιμετωπίζει καταλλήλως την ανισότητα θα καταλήξει εν ευθετώ χρόνω σε μια κρίση νομιμότητας. Αν δεν επέλθει μια νέα ισορροπία ανάμεσα στους οικονομικούς ρόλους της αγοράς και του κράτους, οι διαδηλώσεις του 2011 θα γίνουν ακόμη σοβαρότερες, και η κοινωνική και πολιτική αστάθεια να πλήττει την μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.