Είναι ζοφερή η πραγματικότητα που ζούμε. Φόροι, εισφορές, ανέχεια. Κομμάτι αυτής της «εθνικής μιζέριας» είναι το κύμα εγκληματικότητας το οποίο (υποτίθεται ότι) σαρώνει την χώρα. Καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες φρικαλέων λεπτομερειών από ληστείες μετά φόνου και βιασμών, από ΜΜΕ τα οποία μάλλον ζουν ημέρες δόξας, κάνοντας αυτό που ξέρουν καλά: Να σπέρνουν το φόβο, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

Είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα;

Ας αρχίσουμε με μια βασική παραδοχή. Όλοι οι δείκτες της εγκληματικότητας βαίνουν αυξανόμενοι. Μέσω όμως των τραγικών αναπαραστάσεων από τα media, μια ακόμα παράμετρος έχει αυξητική τάση, αυτή της εγκληματοφοβίας. Ο όρος αναφέρεται στην κατάσταση όπου, ακόμα και αν ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι σοβαρός, κάποιοι νιώθουν φόβο με αποτέλεσμα να περιορίζουν τις δραστηριότητες τους ώστε τελικά το έγκλημα να αποκτά υπόσταση ακόμα και εκεί που δε βρίσκεται. Εν ολίγοις, αν φοβάσαι ότι θα πέσεις θύμα εγκληματικής πράξης, ακόμα και αν δε κινδυνεύεις πραγματικά, θα περιορίσεις τις μετακινήσεις, τις δουλειές και τις εξόδους σου και θα μετατρέψεις (μέσω του φόβου σου) τον κίνδυνο από ανύπαρκτο σε πραγματικό!

Ας εστιάσουμε όμως στο κυρίως θέμα. Η δεδομένη αύξηση των δεικτών εγκληματικότητας σε ορισμένα εγκλήματα (κυρίως ληστείες) δεν αποτελεί πραγματικά πρωτογενή αύξηση του φαινομένου του εγκλήματος αλλά ουσιαστικά μετατόπισή του.

Εξηγούμαι:

Τις τελευταίες 2 δεκαετίες μόνιμος στόχος των ληστών ήταν οι τράπεζες. Μάλιστα τα media είχαν δημιουργήσει τον όρο «ληστεία της ημέρας» για να περιγράψουν την συχνότητα του φαινομένου. Την τελευταία διετία όμως, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν δια νόμου να εξοπλιστούν με πολύ υψηλού επιπέδου μηχανισμούς ασφαλείας, όπως τις πόρτες με ανιχνευτές μετάλλου που όλοι χρησιμοποιούμε καθημερινώς κατά τις συναλλαγές μας. Επίσης, μεγάλες επιχειρήσεις όπως super market που και αυτές αποτελούσαν τακτικό στόχο ληστών, αύξησαν σημαντικά τα μέσα ασφαλείας με θωρακισμένες χρηματαποστολές κλπ.

Τι συνέβη λοιπόν; Μια μετατόπιση του φαινομένου της ληστείας το οποίο πλέον βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος σε οικίες και μικρά καταστήματα στα οποία τα μέτρα ασφαλείας είναι σαφώς πιο χαλαρά. Εκεί δηλαδή που χτυπούσαν επιχειρήσεις και τραπεζικούς οργανισμούς τώρα στοχοποιούν σπίτια και μικρά καταστήματα.

Αν λοιπόν το φαινόμενο είναι εξηγήσιμο, προς τι αυτός ο σπαραγμός στα media αλλα και η ανησυχία στην κοινωνία; Ο λόγος είναι κοινωνικό-ψυχολογικός. Όσο οι ληστές είχαν ως στόχο Τράπεζες, κανένας δεν ενοχλείτο. Οι οργανισμοί είναι απρόσωποι και δεν ταυτιζόμαστε μαζί τους. Τα χρήματα είναι ασφαλισμένα, οι ληστείες ήταν τις περισσότερες φορές αναίμακτες, άρα κανένα πρόβλημα. Ίσως ακόμα κάποιοι, εμφορούμενοι από ένα στρεβλό ταξικό μίσος, να έλεγαν «καλά να πάθουν οι… καπιταλιστές»!

Τώρα όμως το φαινόμενο αποκτά άλλες διαστάσεις…

Τώρα κινδυνεύουν οι πάντες. Με τις τράπεζες δεν ταυτιζόμαστε, με τον γείτονα μας όμως ναι. Πλέον δεν υπάρχει συγκεκριμένη στοχοποίηση, άρα ο κίνδυνος διαχέεται. Όλοι είμαστε πιθανά θύματα. Ιδίως αν κάποιος έχει υποπέσει στο «αμάρτημα» να αγοράσει ένα καλό αυτοκίνητο, αυτομάτως μπαίνει στην κορυφή της λίστας. Όποιος έχει όμορφο σπίτι, αμέσως κινδυνεύει. Η εγκληματοφοβία φώλιασε για τα καλά στην, ήδη ταλαιπωρημένη, ψυχή του Ελληνα.

Η εν λόγω φοβία όμως οδηγεί και σε λανθασμένες αναλύσεις. Συνεχώς γίνονται αναφορές στην κρίση η οποία υποτίθεται ότι οδηγεί απελπισμένους ανθρώπους στο έγκλημα. Ουδέν αναληθεστερον τούτου!

Οι κοινωνικές διεργασίες είναι χρονοβόρες και δεν λειτουργούν με «δημοσιογραφικό» τρόπο. Ένας έντιμος και νομοταγής πολίτης που ξαφνικά βρίσκεται με μειωμένα εισοδήματα δε θα βρει άμεσο καταφύγιο στο έγκλημα. Η ανατροφή και η κοινωνικοποίηση του καθώς και το αξιακό του σύστημα δε θα επιτρέψουν τέτοια «μετάλλαξη». Παρά την κρίση θεσμών που όλοι βιώνουμε, ο σεβασμός προς αυτούς είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μας και δε μας επιτρέπει εύκολα να διαβούμε τον Ρουβίκωνα που χωρίζει τους νομοταγείς απ τους παρανόμους.

Η χώρα ζει την χειρότερη κρίση από την κατοχή. Όλοι προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σε πρωτόγνωρες συνθήκες και όλοι έχουμε υποστεί ένα κοινωνικό σοκ. Ας μην αφήσουμε όμως τον λαϊκισμό και τις επιπόλαιες προσεγγίσεις να ευτελίσουν περισσότερο τη ζωή μας.