Στην προηγούµενη επιφυλλίδα µου (7 Αυγούστου) σχολιάζοντας εκείνο το είδος της ιστοριογραφίας που θάλλει ιδιαίτερα σήµερα στον τόπο µας το χαρακτήριζα έκθεση θεωρητικών ιδεών. Χαρακτηρισµός ήπιος, αν σκεφτούµε ότι τις ιδέες αυτές η εν λόγω ιστοριογραφία τις εφαρµόζει σε ένα πεδίο τα ουσιώδη ιστορικά στοιχεία του οποίου παραβλέπει, αν δεν αγνοεί. Θα σχολιάσω ένα ακόµη δείγµα αυτής της ιστοριογραφίας, για την οποία θα ήταν ακριβέστερος ο χαρακτηρισµός µυθοπλασιακή. ∆ιαβάζουµε: «Κανείς δεν διανοήθηκε να γράψει ιστορία του ελληνικού έθνους πριν από τη συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους» (Α. Λιάκος, «Το Βήµα», 6.3.2005).

Η παραπάνω βεβαιότητα είναι τόσο εσφαλµένη ώστε να αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να διατυπώνεται από έναν ιστορικό· πολλώ µάλλον όταν ο ιστορικός αυτός δηλώνει όχι µόνο ότι δεν υπάρχει ιστοριογραφία για το ελληνικό έθνος πριν από τη συγκρότησή του ως κράτους, αλλά και ότι γνωρίζει την ίδια τη σκέψη των πριν από το 1830 ανθρώπων ως προς αυτό. ∆ιότι υπάρχει και πριν από το 1830 στον ελληνικό χώρο – ήδη από τα µέσα του 18ου αιώνα – µια συζήτηση περί εθνικής ιστοριογραφίας, γενικότερα, αλλά και περί ελληνικής – που αντανακλά ανάλογες συζητήσεις του ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισµού – όπως και υπάρχουν ιστορίες του ελληνικού έθνους που γράφονταν και που γράφτηκαν.

Ακριβέστερα: Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων που διαψεύδουν το περιεχόµενο του παραπάνω χωρίου:

1) Οσοι όχι µόνο διανοήθηκαν αλλά και έγραψαν ιστορία του ελληνικού έθνους πριν από τη συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους.

2) Οσοι διανοήθηκαν να γράψουν.

3) Οσοι είναι πιθανότερο να διανοήθηκαν παρά να µη διανοήθηκαν.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι Ι. ∆ονάς Πασχάλης, το βιβλίο του οποίου Επιστολή απολογητική (1793 στα ιταλικά, ελλην. µτφρ. 1802) περιέχει µιαν «Επιτοµήν βραχυτάτην της ιστορικής περιόδου των Ελλήνων», που είναι µια σύνοψη της ιστορίας του ελληνικού έθνους από την αρχαία εποχή ως το τέλος του 18ου αιώνα· ο Ι. Ρίζος Νερουλός, του οποίου η Histoire moderne de la Grece (1828) είναι ιστορία του ελληνικού έθνους από την εποχή των Σταυροφοριών ως το 1828· ο Ι. Καποδίστριας που συνεργάστηκε (το 1823) στη συγγραφή της Histoire του Νερουλού· ο Κ. Κούµας, που η Νεωτάτη Ιστορία του περιέχει (µε τίτλο «Ελληνες») µιαν ιστορία του ελληνικού έθνους από την πτώση της Κωνσταντινούπολης ως την ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους (δηµοσιεύθηκε το 1832 αλλά «έγινε διανοητή» αρκετά χρόνια πριν)· και οι εξής ξένοι που δηµοσίευσαν ιστορία του νεοελληνικού έθνους: Rabbe (1824), Raffenel (1825), Villemain (1825) και Carrel (1825).

Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν ο Ι. Μοισιόδαξ, ο οποίος διενοείτο µιαν «Ιστορίαν της Ελλάδος (όταν λέγω Ελλάδα, εννοώ όλας τας διασποράς των Ελλήνων), η οποία διηγείται την κατάστασιν οπού έλαβε µετά την άλωσιν» (1761)· ο Γρ. Παλιουρίτης, που στην Επιτοµήν της Ιστορίας της [αρχαίας] Ελλάδος (1807), την οποία δηµοσίευσε «ως απαρχήν», γράφει ότι «δεν θα ήτον ανωφελές αν ακολουθείτο το τοιούτον [βιβλίον] έως τας ηµέρας µας διά να έχωµεν µίαν Ιστορίαν του Γένους µας ευσύνοπτον µεν, εντελή δε»· ο ∆. Αλεξανδρίδης, που συµπληρώνει τη µετάφρασή του της Ιστορίας της [αρχαίας] Ελλάδος του Goldsmith µε έναν δικό του τόµο της βυζαντινής ιστορίας (1807), επισηµαίνοντας την ανάγκη να γραφεί και «η παρούσα του ηµετέρου γένους ιστορία», δηλαδή την ανάγκη µιας πλήρους ιστορίας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα ως το 1807· ο Ι. Κοκκώνης που, γράφοντας (το 1818) µια Συνοπτική [αρχαία] Ελληνική Ιστορία, προστρέχει στη βοήθεια του Κ. Οικονόµου, ο οποίος τον συµβουλεύει να «ερανισθή συνοπτικώς όλην την ιστορίαν του Ελληνικού έθνους απ’ αρχής µέχρι σήµερον».

Την τρίτη κατηγορία συνθέτουν όσοι ασχολήθηκαν θεωρητικά µε την ιστοριογραφία και ερανίστηκαν – ή δεν ερανίστηκαν – ιστορία του αρχαίου ελληνικού έθνους· όσοι ερανίστηκαν ιστορία του αρχαίου ελληνικού έθνους αλλά δεν ασχολήθηκαν θεωρητικά µε την ιστοριογραφία· και αρκετοί άλλοι: Ενας που πιστεύει ότι υπάρχει εθνική ιστοριογραφία (όπως λ.χ. ο ∆. Καταρτζής, 1787) ή που συµπιλεί (Γ. Σακελλάριος, 1796) ή µεταφράζει (Β. Παπαευθυµίου, 1807) ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, τους οποίους θεωρεί προγόνους του, ενώ συγχρόνως στοχάζεται θεωρητικά (Σ. Κονδός, 1819· Ν. Πολυαίνης, 1820) ή αγωνίζεται για το «δικαίωµα των Ελλήνων να συστήσωσι έθνος ελεύθερον και ανεξάρτητον» (Γρ. Κωνσταντάς, 1791, 1828) είναι πιθανότερο να έχει διανοηθεί να γράψει ιστορία του ελληνικού έθνους παρά να µην έχει διανοηθεί.

Προσπαθώντας να εξηγήσει κανείς πώς ένας καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας και της Ιστορίας της Ιστοριογραφίας είναι δυνατόν να γράφει ένα χωρίο σαν κι αυτό που σχολίασα, οδηγείται αναγκαστικά στο συµπέρασµα της «θεωριακής τύφλωσης»: του άκριτου θαυµασµού προς το θεωρητικό σχήµα, που τυφλώνει µε τη λάµψη του. Καθώς ενστερνίζεται περιπαθώς εκείνες από τις νεότερες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει έθνος (παρά µόνο «πολιτισµική κοινότητα») πριν από τη συγκρότηση εθνικού κράτους, ο εν λόγω ιστορικός είναι φυσικό να πιστεύει ακόµη και ότι είναι αδύνατον να περάσει από το µυαλό µιας κοινότητας ανθρώπων της προκρατικής της εποχής ότι µπορεί να αποτελούν έθνος.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ