Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε για ποιον ακριβώς λόγο ο κ. Μόσιαλος θεώρησε αναγκαίο να χαρακτηρίσει «γενικότητες» τις επισημάνσεις του κ. Κώστα Σημίτη στο κυριακάτικο άρθρο του για την πορεία της οικονομίας. Σε γενικές γραμμές πάντως, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο πρώην πρωθυπουργός έχει πέσει μέσα σε όλες τις προβλέψεις του. Ίσως θα ήταν καλύτερα λοιπόν για τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, που τώρα μαθαίνει τη δουλειά, να τον διάβαζε πιο προσεκτικά αντί να προβαίνει σε άκομψους χαρακτηρισμούς.

Πόσο μάλλον που ο κ.Σημίτης μια μόλις ημέρα μετά μοιάζει να δικαιώνεται και στην τελευταία του πρόβλεψη για γενναίο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Το είπε περίπου ως βέβαιο ο κ. Γιουνκέρ μετά την συνεδρίαση του Eurogroup, το άφησε ανοικτό και ο κ. Ε.Βενιζέλος στη χθεσινή συνέντευξη του. Φαίνεται ότι όλα αυτά που ακούγαμε τον τελευταίο καιρό για «κούρεμα» 50% δεν ήταν λόγια του αέρα- αντιθέτως εκφράζουν τις προθέσεις των δανειστών μας.

Τι θα σημαίνει κάτι τέτοιο για την Ελλάδα; Αυτή την στιγμή κανείς δεν ξέρει κυρίως γιατί δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο σχέδιο. Οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι ωστόσο είναι πολλοί, ιδίως αν το κούρεμα συνοδευτεί και από μια «συντεταγμένη» χρεοκοπία. Στο τέλος της διαδικασίας, η ελληνική οικονομία μπορεί να διευκολυνθεί σημαντικά. Υπάρχουν όμως πολλά ερωτηματικά. Τι θα γίνει για παράδειγμα με τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία; Ποιος και πώς θα αναλάβει τις ζημιές τους; Και πόσο βέβαιοι μπορεί να είμαστε ότι όλες αυτές οι τεχνικά περίπλοκες και πρωτόγνωρες συμφωνίες δεν θα βγάλουν προβλήματα που σήμερα ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε;

Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια διαπραγμάτευση η Ελλάδα δεν μπορεί να πάει ούτε ως ακροατής ούτε ως πρόβατο επί σφαγή. Αντιθέτως πρέπει να έχει τις δικές της προτάσεις και το δικό της σχέδιο. Ποιος θα το επεξεργαστεί; Ο πρωθυπουργός -πρωτάκουστο και μάλιστα σε καιρό κρίσης- δεν έχει καν οικονομικό σύμβουλο. Στο υπουργείο των οικονομικών ο κ. Βενιζέλος δουλεύει σχεδόν μόνος. κι ακόμα και αν αποφάσιζε να συνεργαστεί είναι αμφίβολο αν υπάρχει ικανός αριθμός καταρτισμένων στελεχών για τέτοιου είδους θέματα.

Πριν από μερικούς μήνες είχε γίνει προσπάθεια να μπουν στην κυβέρνηση στελέχη εκτός κομμάτων -όπως ο κ. Παπαδήμος– με διεθνές κύρος και γνώση των θεμάτων. Καλώς ή κακώς η προσπάθεια αυτή απέτυχε- ενδεχομένως καλώς γιατί ένας τεχνοκράτης όσο ικανός και αν είναι δεν κάνει κατ’ ανάγκη έναν αποτελεσματικό υπουργό. Είναι όμως φανερό ότι σήμερα η κρισιμότητα των καιρών επιβάλει την ενίσχυση της κυβέρνησης με ό,τι καλύτερο υπάρχει από τον επιστημονικό και τον κοινωνικό στίβο. Η πολιτική βούληση δεν αρκεί.

Το τι μορφή θα πάρει αυτή η ενίσχυση είναι δευτερεύον. Μια εθνική επιτροπή σοφών που θα εποπτεύει συνολικά τις σχέσεις με την Ευρώπη και την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου; Εξειδικευμένες ομάδες διαπραγμάτευσης που θα στηρίζουν τον υπουργό οικονομικών; Τεχνοκράτες- τσάρους ειδικών αποστολών π.χ. την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής; Τίποτα και όλα από αυτά; Ας το βρει η κυβέρνηση.

Σημασία έχει να καταλάβει ότι το απόψε αυτοσχεδιάζουμε τελείωσε και ότι με το να επιδιώξει μια τέτοια στήριξη, τη δική της αξιοπιστία θα ενισχύσει!