Για να κατανοήσουµε καλύτερα το είδος της αντιπολίτευσης που ο πρόεδρος της Ν∆ εξασκεί σήµερα, νοµίζω πως είναι χρήσιµο να πάει κανείς µερικά χρόνια πίσω και να εξετάσει τον «εθνικά υπερήφανο» τρόπο µε τον οποίο ο Αντώνης Σαµαράς χειρίστηκε το Σκοπιανό.

Ο κ. Σαµαράς ήταν εξαρχής από τους πρωτεργάτες της απόλυτης αδιαλλαξίας στο θέµα της ονοµασίας, δηλώνοντας ρητά πως δεν έπρεπε µε κανέναν τρόπο η ονοµασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓ∆Μ) να εµπεριέχει τον όρο «Μακεδονία» και τα παράγωγά του. Με σηµαία το µη διαπραγµατεύσιµο του όρου «Μακεδονία», έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις κινητοποιήσεις και στην εθνικιστική υστερία εκείνης της εποχής. Βέβαια και ο κ. Σαµαράς και οι σκεπτόµενες πολιτικές ελίτ είχαν πλήρη γνώση πως η προσκόλληση σε µια εξωπραγµατική θέση θα είχε (όπως και είχε) µια σειρά αρνητικές επιπτώσεις: τη διεθνή αποµόνωση της χώρας, τη σταδιακή αναγνώριση της ΠΓ∆Μ από πολλές κυβερνήσεις µε την ονοµασία «∆ηµοκρατία της Μακεδονίας» κτλ. (βλ. άρθρο µου στο «Βήµα» τής 24.9.1995).

Με άλλα λόγια, η εµµονή στη µαξιµαλιστική λύση έκανε τη χώρα µας από διαιτητή των βαλκανικών εξελίξεων συστατικό µέρος του βαλκανικού προβλήµατος. Ετσι, όταν τελικά µας δόθηκε η ευκαιρία µε την πρόταση Πινέιρο να συµφωνήσουµε στη ρεαλιστική λύση της µεικτής ονοµασίας (π.χ., Μακεδονία του Βαρδάρη), είχαν ήδη δηµιουργηθεί συνθήκες λαϊκιστικής έξαρσης που έκαναν την αποδοχή αυτής της λύσης εξαιρετικά δύσκολη. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την απέρριψε. Είχε όµως το θάρρος να παραδεχθεί αργότερα ότι έσφαλε, πως έπρεπε να είχε λυθεί το πρόβληµα µε την αποδοχή της πρότασης Πινέιρο. Ο Αντώνης Σαµαράς, από όσο ξέρω, δεν παραδέχθηκε ποτέ το λάθος του. Ως υπερήφανος «νεο-µακεδονοµάχος» απλώς σιωπά ή µάλλον απλώς έχει βάλει το σκοπιανό θέµα κάτω από το χαλί.

Περνώντας τώρα στην τωρινή πραγµατικότητα, το ίδιο µαξιµαλιστικό και συγχρόνως λαϊκιστικό στυλ του κ. Σαµαρά µπορεί κανείς να διακρίνει στην εµµονή του να µην υποστηρίξει την κυβερνητική ύστατη προσπάθεια αποφυγής της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας.

Τη στιγµή που η τρόικα έχει απαυδήσει µε την ανικανότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει αυτά που υποσχέθηκε, τη στιγµή που απειλεί να µην καταβάλει την επόµενη δόση µε κίνδυνο να µην πληρωθούν µισθοί και συντάξεις, ο πρόεδρος της Ν∆ επιµένει στην αδιάλλακτη θέση του – µε το επιχείρηµα πως δεν θέλει να είναι συνυπεύθυνος µιας «λανθασµένης» πολιτικής. Αυτό θυµίζει την ιστορία του επιβάτη που αδιαφορεί για το αεροπλάνο που πέφτει µια και δεν είναι δικό του. Κάπως έτσι αντιδρά ο Αντώνης Σαµαράς. Αν χρεοκοπήσουµε δεν θα φταίει αυτός, άρα δεν υπάρχει λόγος να βάλει πλάτη για να αποφευχθεί το µοιραίο.

Υπάρχει βέβαια το επιχείρηµα πως µια ριζική αναδιαπραγµάτευση είναι εφικτή. Ο τρόπος όµως που αντέδρασε η τρόικα στην πρόσφατη προσπάθεια του υπουργού Οικονοµικών να χειρισθεί τις διαπραγµατεύσεις «πολιτικά»/δυναµικά δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει περιθώριο για το είδος της διαπραγµάτευσης που ο Αντώνης Σαµαράς ονειρεύεται. Αρα είτε δεν έχει συναίσθηση του τι γίνεται γύρω του είτε θεωρεί τη χωρίς στήριξη της ΕΕ πτώχευση αποδεκτή λύση. Στην πρώτη περίπτωση είναι αιθεροβάµων. Στη δεύτερη θέλει την πρωθυπουργία τόσο πολύ που θεωρεί τις τραγικές επιπτώσεις µιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας δευτερεύον ζήτηµα.

Τέλος, αυτό που δεν µας λέει ο αρχηγός της Ν∆ είναι τι γίνεται αν η τρόικα απορρίψει την ιδέα της «ριζικής» αναδιαπραγµάτευσης. Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνει ο Αντώνης Σαµαράς; Πάµε πίσω στη δραχµή, βγαίνουµε τελείως από την ΕΕ, αναπτύσσουµε στενές σχέσεις µε άλλες δυνάµεις; Εδώ, όπως και στην περίπτωση του Σκοπιανού, υπάρχει απόλυτη, εκκωφαντική σιωπή. Το «Ζάππειο ΙΙ» δεν µας λέει απολύτως τίποτα για τέτοια «πεζά» προβλήµατα µιας πραγµατικότητας που εξελίσσεται ραγδαία, που δεν περιµένει ούτε ενδιαφέρεται για το «Ζάππειο ΙΙ».

Αν ο Αντώνης Σαµαράς ήθελε πραγµατικά την εξεύρεση λύσης, θα µπορούσε να βρει στοιχεία σύγκλισης µε την κυβέρνηση όχι µόνο εκεί όπου τα δύο κόµµατα έχουν κοινούς στόχους (π.χ., αποκρατικοποιήσεις) αλλά και εκεί όπου υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες (π.χ., το φορολογικό). Στη δεύτερη περίπτωση η κυβέρνηση και η αξιωµατική αντιπολίτευση κάνοντας αµοιβαίες υποχωρήσεις θα έπρεπε να δείξουν στον έξω κόσµο ότι οι συγκλίσεις είναι πιο σηµαντικές από τις διαφορές τους. Μια τέτοια κίνηση θα άλλαζε τη δυσµενή διεθνή εικόνα της χώρας ως µιας επικράτειας όπου το πολιτικό προσωπικό είναι ανίκανο, ακόµη και στο παρά πέντε, να βάλει το γενικό συµφέρον πάνω από το κοµµατικό.

Αυτού του είδους η βραχυπρόθεσµη στρατηγική για συναίνεση δεν θα εµπόδιζε σε τίποτα τον αρχηγό της Ν∆ σε µια δεύτερη φάση να προωθήσει την ιδέα της αναδιαπραγµάτευσης αλλά µε όρους που να λαµβάνουν υπόψη τους τα εµπόδια, τους χρονικούς περιορισµούς και την αδύνατη θέση της χώρας. Αυτού του είδους η ευελιξία και ο ρεαλισµός είναι ανύπαρκτα στον λόγο και στις πράξεις του Αντώνη Σαµαρά. Και στο άλυτο θέµα του Σκοπιανού και στο θέµα χειρισµού της σηµερινής κρίσης βλέπουµε µια αδιαλλαξία, έναν µαξιµαλιστικό µεσσιανισµό που όχι µόνο υποσκάπτει προσπάθειες υπέρβασής της αλλά µπορεί να έχει και καταστροφικές συνέπειες – όχι βέβαια για τον αρχηγό της Ν∆ και για τον κύκλο των υπερπατριωτών «ιδεολόγων» που τον περιστοιχίζουν αλλά για τον συνταξιούχο και τον χαµηλόµισθο υπάλληλο που δυστυχώς δεν µπορεί να τραφεί µε πατριωτικά οράµατα και κούφια λόγια.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ