Πριν από λίγες ηµέρες η Ελληνική Αστυνοµία έδωσε στη δηµοσιότητα τα στατιστικά στοιχεία εγκληµατικότητας για το πρώτο εξάµηνο του 2011. Ακούστε λοιπόν, ή µάλλον διαβάστε, και κρατηθείτε καλά στην καρέκλα σας. Κατά το εξάµηνο αυτό διεπράχθησαν σε όλη τη χώρα 48.300 (για την ακρίβεια, 48.262) κλοπές – διαρρήξεις, 3.400 (για την ακρίβεια, 3.363) ληστείες, 92 ανθρωποκτονίες και 80 απόπειρες ανθρωποκτονίας. Αν τα αθροίσουµε, παρ’ ότι διαφορετικής σοβαρότητας, έχουµε 51.803 σοβαρά αδικήµατα το εξάµηνο, δηλαδή περίπου 100.000 ετησίως. Αν λάβουµε υπόψη ότι γίνονται πολλές κλοπές στους δρόµους, στα λεωφορεία, στο µετρό, στα σπίτια, τις οποίες τα θύµατα δεν καταγγέλλουν πλέον διότι υφίστανται περαιτέρω ταλαιπωρία χωρίς αποτέλεσµα ή διότι η Αστυνοµία δεν προλαβαίνει να καταγράψει, τότε γίνεται φανερό ότι η πολύπαθη χώρα µας έχει γίνει παράδεισος για τους κακοποιούς, ντόπιους και ξένους.

Αξίζει να σηµειωθεί ότι η τάση είναι αυξητική. Το σύνολο των βεβαιωµένων εγκληµάτων, στα οποία περιλαµβάνεται κάθε είδους παρανοµία, αυξήθηκε από 295.000 το 1980 σε 331.000 το 1990, σε 374.000 το 1999 και σε 441.000 το 2003. Οι κατά δεκαετία αυξήσεις είναι εντυπωσιακές. Μόνο για την πενταετία 1999-2003 ήταν 18%.

Ως κύριες αιτίες της αύξησης της εγκληµατικότητας συνήθως αναφέρονται η αύξηση του πληθυσµού των πόλεων, η παράνοµη µετανάστευση, η έξαρση των ναρκωτικών και η φτώχεια. Πρέπει όµως να παρατηρηθεί ότι κατά την περίοδο µετά το 1980 το µέγεθος των πόλεων δεν αυξάνεται σηµαντικά και η οικονοµική κατάσταση γενικά βελτιώνεται. Συνεπώς δεν µπορούν να θεωρηθούν σοβαρές αιτίες της αύξησης της εγκληµατικότητας.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, εµού συµπεριλαµβανοµένου, πιστεύουν ότι η αύξηση της εγκληµατικότητας οφείλεται απλούστατα στην ατιµωρησία και εκείνων που παρανοµούν κατά ήπιο τρόπο και εκείνων που διαπράττουν εγκλήµατα βαριάς µορφής. Η Αστυνοµία δεν κάνει τη δουλειά της είτε επειδή δεν προλαβαίνει είτε επειδή αδιαφορεί, η ∆ικαιοσύνη δείχνει επιείκεια που δεν είναι εύκολα κατανοητή και το σωφρονιστικό σύστηµα είναι διάτρητο. Η ατιµωρησία είναι τέτοιου βαθµού που θα έλεγε κανείς ότι από οικονοµικής απόψεως η παρανοµία συµφέρει. Ετσι εξηγείται, εν µέρει, το ότι αστυνοµικοί συµµετέχουν σε συµµορίες κακοποιών, δικαστές και δικηγόροι σε παράνοµα κυκλώµατα και τα σωφρονιστικά ιδρύµατα έχουν γίνει σχολές παρανοµίας. Οι παράνοµοι κάθε επιπέδου µπορεί να είναι ανόητοι, κακοί ή σε απελπιστική κατάσταση, αλλά δεν είναι παράλογοι. Ξέρουν το συµφέρον τους όταν εγκληµατούν και κάνουν τους υπολογισµούς τους. Η ατιµωρησία τούς ενθαρρύνει και τους αποθρασύνει.

Οποια κι αν είναι η αλήθεια για την αύξηση της εγκληµατικότητας, το αποτέλεσµα είναι το ίδιο. Οι πολίτες είναι φοβισµένοι και αισθάνονται απροστάτευτοι. Το κατ’ ευφηµισµόν υπουργείο Προστασίας(!) του Πολίτη δεν προστατεύει αποτελεσµατικά. Εφόσον η οργάνωση και η αποτελεσµατικότητα της Αστυνοµίας παραµένουν ως έχουν, τότε ως µόνο εφικτό εναλλακτικό τρόπο προστασίας τους οι πολίτες έχουν την αυτοοργάνωση σε οµάδες περιφρούρησης και άµυνας κατά γειτονιά ή περιοχή. Παρ’ ότι αυτό έχει κόστος και κινδύνους, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται. Και είναι βέβαιο ότι θα επεκταθεί. Ταυτόχρονα αυτό είναι και η απόδειξη της αποτυχίας των Αρχών.

Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ