Να ξεκινήσουµε από το θεµελιώδες: ∆εν υπάρχει κανείς απολύτως τρόπος να διατάξει η Ευρωπαϊκή Ενωση ή η Κεντρική Τράπεζα να βγει η Ελλάδα από το ευρώ. Η Ελλάδα δεν είναι συνδεδεµένο µέλος στην ευρωζώνη για να διακοπεί η συµφωνία προσχώρησης όπως γινόταν παλιά µε τα αφρικανικά κράτη και τη Ζώνη του Φράγκου. Ούτε χρησιµοποιεί το ευρώ ως υποκατάστατο νόµισµα όπως κάνει το Μαυροβούνιο ή τα νησάκια της Καραϊβικής, για να εµποδίσει η ΕΚΤ την κυκλοφορία του αν κάτι δεν της αρέσει. Ούτε υπάρχει πρόσδεση του ελληνικού νοµίσµατος µε το ευρώ, όπως είχε εφαρµόσει η Αργεντινή µε το δολάριο και κατέρρευσε όταν διακόπηκε η µετατρεψιµότητα. Η Ελλάδα είναι ιδρυτικό και απαράγραπτο µέλος της ευρωζώνης και έχει κατ’ αναλογία τα ίδια δικαιώµατα στο κοινό νόµισµα µε τις άλλες χώρες.

Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ µπορεί να γίνει µόνο µε δικό της δηµοψήφισµα, το οποίο θα απορρίπτει όλες τις σχετικές Ευρωπαϊκές Συνθήκες και θα επιλέξει έτσι όχι µόνο την οικονοµική καταστροφή της πλειονότητας των πολιτών, αλλά και τη γεωπολιτική της αποµόνωση εν µέσω µιας αυθάδους Τουρκίας και µιας αναβράζουσας Μέσης Ανατολής. Ή µπορεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση ακολουθώντας µιαν αλύπητη στρατηγική εξουθένωσης να προκαλέσει τέτοια οργή και αδιέξοδα στην ελληνική κοινωνία που οι προαναφερθείσες συνέπειες να φαντάζουν υποφερτές. Για το πρώτο σενάριο δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάµεις να το υποστηρίζουν.

Το δεύτερο όµως σενάριο δεν αφήνει όλους αδιάφορους. Μερικοί ισχυρίζονται πλέον ανοιχτά ότι επειδή η Ελλάδα είναι µικρό µέρος της ευρωζώνης η έξοδός της από το ευρώ δεν θα προκαλέσει σοβαρά προβλήµατα στους υπόλοιπους που θα παραµείνουν. Εκτιµούν βέβαια ότι θα υπάρξουν µερικές αναταράξεις στις αγορές, ίσως η ΕΚΤ ανησυχήσει εκ νέου για τις τράπεζες που κατέχουν ελληνικά οµόλογα, και θα επικριθεί πάλι το σύστηµα διακυβέρνησης, αλλά πιστεύουν ότι σε σύντοµο διάστηµα τα προβλήµατα θα έχουν ξεπεραστεί και το ευρώ θα µπορεί να συνεχίσει ακάθεκτο, απαλλαγµένο πλέον οριστικά από την ενοχλητική Ελλάδα. Οι απόψεις αυτές είναι τυχοδιωκτικές για την Ευρώπη και αποσυνθετικές για το σύστηµα του ευρώ, για τους εξής λόγους:

Πρώτον, το µικρό µέγεθος της Ελλάδας θα γυρίσει µπούµερανγκ. Οι αναλυτές πρόθυµα θα σκεφτούν ότι αφού η ευρωζώνη δεν µπόρεσε να προστατεύσει από τις διεθνείς πιέσεις µια χώρα µε µόλις 4% µερίδιο στο συνολικό χρέος της, πώς θα τα βγάλει πέρα όταν απειληθεί η Ισπανία που κατέχει το 8%; Και ακόµη περισσότεροι, βλέποντας µια χώρα να εξωθείται στην έξοδο όταν το κόστος διάσωσης και παραµονής της είναι αναλογικά πολύ µικρό, θα αναρωτηθούν πώς η Ενωση θα επωµισθεί το µεγαλύτερο κόστος όταν αυτοί που κινδυνεύουν να φύγουν και αυτοί που µένουν είναι κάπως ισοδύναµοι; Παρά τις αφελείς προσδοκίες τους, ο θυσιασµός της Ελλάδας δεν θα δράσει κατευναστικά για τις αγορές, αλλά απλώς θα προδώσει τις αφύλακτες κερκόπορτες και πιθανόν η επόµενη λοβοτοµή να περιλαµβάνει την τριάδα Πορτογαλίας, Ιρλανδίας και Ισπανίας.

Εάν αυτό συµβεί, τότε οι βόρειες χώρες που θα έχουν παραµείνει στο ευρώ θα υποστούν σοβαρό πλήγµα από τις µαζικές υποτιµήσεις των νοτίων, πράγµα που θα εξανεµίσει τα υπερκέρδη των εξαγωγών τους και θα κάνει µερικές εξίσου προβληµατικές µε όσες απήλθαν. Η Ιταλία, για παράδειγµα, θα απειληθεί τόσο δραστικά από τον πάµφθηνο τουρισµό στην Ιβηρική και στην ελληνική χερσόνησο µε αποτέλεσµα είτε και αυτή να σκεφτεί την έξοδο είτε να πιέσει για ραγδαία υποτίµηση του ευρώ. Αλλά τότε θα εκτοξευθεί ο πληθωρισµός σε όλη την ευρωζώνη και θα καταρρεύσουν µε πάταγο η νοµισµατική πολιτική της ΕΚΤ και η όποια αξιοπιστία έχει παραµείνει. Για να αποφευχθούν τα σενάρια φόβου για την Ευρώπη, υπάρχει µια γρήγορη και εφικτή διέξοδος. Να ακολουθήσει η ΕΚΤ µια πολιτική «ποσοτικής διευκόλυνσης» όπως έκανε η Αµερική τα τελευταία δύο χρόνια. Με την αύξηση του χρήµατος και τη διάθεσή του σε µαζικές αγορές οµολόγων των υπό πίεση χωρών, οι αγορές θα λουφάξουν γιατί επιτέλους θα πειστούν ότι η δύναµη πυρός είναι ανεξάντλητη και όχι µε το σταγονόµετρο. Αυτό συµβούλευσε τους ευρωπαίους συναδέλφους του ο Γκάιτνερ την περασµένη εβδοµάδα και προκάλεσε τα εχθρικά σχόλια των Γερµανοαυστριακών ότι έτσι πάλι θα πετάξουν λεφτά στις «απροσάρµοστες χώρες». Για να ικανοποιηθούν όµως και αυτοί, η καλύτερη λύση θα ήταν να θεµελιωθεί από τώρα µια οικονοµική διακυβέρνηση στην ευρωζώνη µε πλήρη δηµοσιονοµική ένωση, όπου καθένας θα συνεισφέρει και θα δικαιούται ανάλογα µε τις ανάγκες του, όπως σε µια ισχυρή πολιτική οµοσπονδία. Ετσι θα δικαιωθεί – για άλλη µία φορά – και ο µεγάλος οραµατιστής Ζαν Μονέ, ο οποίος θυµόσοφα είχε πει ότι η Ευρώπη κάνει άλµατα µόνο όταν βρεθεί ένα βήµα πριν από τον γκρεµό.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ