Η εύλογη απάντηση στο ερώτηµα αν µπορεί η Ελλάδα να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη είναι αρνητική. Αλλά δεν µπορεί να είναι καθησυχαστική. Εν πρώτοις, η αρνητική απάντηση στοχεύει την προϋπόθεση του ερωτήµατος: η Ευρώπη βρίσκεται σε προϊούσα αστάθεια. Σε αστάθεια βρίσκεται συνολικά ο µεταβιοµηχανικός δυτικός κόσµος, όπου ο καπιταλισµός συνδέθηκε ιστορικά µε τη δηµοκρατία, το εθνικό κράτος αλλά και µε διαφορετικές εκδοχές του κοινωνικού κράτους. Για ειδικότερους λόγους, η Ευρώπη οφείλει την αστάθεια στον εαυτό της, µέρος του οποίου είναι και η Ελλάδα. Και αν η Ευρώπη δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της, αυτό από µόνο του αποτελεί δραστικό συντελεστή αστάθειας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει έναν αναγνωρίσιµο εαυτό. ∆ηλαδή, δεν έχει ένα ενεργό στοιχείο ταυτότητας που να τη συνιστά ως ιστορικό υποκείµενο στη συνείδηση των πολιτών των κρατών-µελών της. Και δεν θα χρειαζόταν, αν η ευρωζώνη ήταν διατηρήσιµη ως νοµισµατική ένωση. Οµως, η µετάδοση της κρίσης του 2008 ανέδειξε και ενεργοποίησε αδυναµίες της Ενωσης που αφενός βρίσκονται στη ρίζα του προβλήµατος και αφετέρου εµποδίζουν τη λύση του. Στην ενιαία ζώνη των οικονοµικών συναλλαγών το κοινό νόµισµα χρησιµοποιήθηκε από τους εταίρους µε τρόπο συµπληρωµατικό που καλύφθηκε κάτω από τον γενικό όρο «ανάπτυξη», µέχρι να αποδειχθεί ότι το νόµισµα είχε πράγµατι δύο όψεις, που αντιστοιχούν στην ανισορροπία των παραγωγικών δοµών µεταξύ των εταίρων. Το πρόβληµα αποκαλύφθηκε, αλλά όσοι εν τω µεταξύ επωφελήθηκαν απ’ αυτό οχυρώθηκαν πίσω από το πρόσχηµα του δηµοσιονοµικού κανόνα που οι ίδιοι παρέβλεπαν µέχρι να καταστεί εκρηκτικό. Το αποτέλεσµα αυτής της αντιµετώπισης ήταν η στρατηγική της ύφεσης που επιβλήθηκε στους «αµαρτωλούς» εταίρους.

Μεταξύ αυτών, η Ελλάδα ξεκίνησε από τη χειρότερη αφετηρία και βρέθηκε στη δεινότερη θέση. Από τη θέση αυτή, η Ελλάδα ίσως χρησιµεύσει όχι για την αποσταθεροποίηση, αλλά για τη σταθεροποίηση της Ευρώπης. Κρίνεται πια αναγκαία η αντικατάσταση του δηµοσιονοµικού κανόνα από µια δηµοσιονοµική ένωση. Οµως, ό,τι κι αν λένε οι εχθροί της Ευρωπαϊκής Οµοσπονδίας, η δηµοσιονοµική ένωση, αν πρόκειται να επιτύχει, συνεπάγεται πολιτική ενοποίηση.

Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα ίσως βοηθήσει την Ευρώπη να αποκτήσει έναν αναγνωρίσιµο εαυτό. Και το επόµενο ερώτηµα είναι αν σε αυτόν τον εαυτό θα περιέχεται και η Ελλάδα. Οι οικονοµικοί αναλυτές, µέσα στη γενική κακοφωνία τους, φαίνεται να συγκλίνουν σε δύο εκτιµήσεις: (α) ότι το κόστος των συνεπειών στην ευρωζώνη της εκδίωξης της Ελλάδας θα είναι πολλαπλάσιο από το κόστος διατήρησής της, και (β) ότι το ελληνικό δηµόσιο χρέος δεν είναι πλέον εξυπηρετήσιµο. Οι δύο αυτές διαπιστώσεις οδηγούν συνδυαστικά στην περαιτέρω εκτίµηση ότι η Ελλάδα δεν θα παραδοθεί στο πυρ το εξώτερον αλλά ωστόσο θα βρεθεί έξω από τον πυρίµαχο τοίχο (firewall) που θα υψωθεί ακριβώς για να προστατέψει τα υπόλοιπα εύφλεκτα κράτη από την ελεγχόµενη καύση, κατά 50% τουλάχιστον, του ελληνικού δηµόσιου χρέους µέσα στους επόµενους µήνες. Η αναβλητική τακτική των «αµοιβαίων προσποιήσεων» (όπως έγραψε ο Μίµης Ανδρουλάκης στο Βήµα on line, αλλά και ο «Economist» σχεδόν ταυτόχρονα) φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της. Κι αν είναι έτσι, όσα ζούµε σήµερα αποτελούν την πρόγευση αυτών που θα ακολουθήσουν. Σύµφωνα µε την αισιόδοξη ανάγνωση του σεναρίου, στην καµένη γη θα φυτρώσει καλύτερο χορτάρι. Η καµένη γη, όπως η παρθένα γη, θα είναι αρκετά φτηνή για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των ξένων καλλιεργητών. Στο έδαφος αυτό, «ανάπτυξη» δεν θα σηµαίνει µονοσήµαντα «κατανάλωση», όπως στον καιρό πριν από την πυρκαγιά. Και για «διαρθρωτικές αλλαγές» πια, ούτε συζήτηση. Θα ξεκινήσουµε µε την αποµάκρυνση των µπάζων, κάτω από τα οποία θα βρίσκονται άνθρωποι, ας ελπίσουµε ζωντανοί.

Είναι επίτευγµα των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων ετών ότι βρεθήκαµε στον ρόλο του καταλύτη της ευρωπαϊκής µετεξέλιξης. Για µία ακόµα φορά θα µεταλαµπαδεύσουµε τα φώτα στην Εσπερία: τα όµορφα χωριά, όµορφα καίγονται. Ελάχιστη σηµασία θα έχει σε λίγο ποιος θα ασχοληθεί µε την εγχώρια πολιτική διαχείριση και αν θα γίνει κυβέρνηση «εθνικής συνεννόησης» ανάµεσα στους ασυνεννόητους πολιτικούς µας. Αν οι εξελίξεις πάρουν τη δραµατική τροπή που προδιαγράφεται, καλύτερα να ευχόµαστε να υπάρξει σύντοµα ένας «µεγάλος συνασπισµός» στη Γερµανία, που θα είναι σε θέση να λειτουργήσει ως ατµοµηχανή για τις αποφάσεις που θα χρειαστεί να ληφθούν για µια ισχυρότερη πολιτική ενοποίηση ώστε να καταστεί βιώσιµη και η επικείµενη δηµοσιονοµική ένωση της Ευρώπης.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Ελλάδα που θα βγει µέσα από τη φωτιά θα έχει ένα επιπλέον πλεονέκτηµα: θα µπορεί να παροπλίσει ασφαλέστερα το υφιστάµενο πολιτικό της προσωπικό. Ισως να µην υπάρχει άλλος τρόπος από την «παράκαµψη διά της Ευρώπης» για να απαλλαγούµε από τους τιµονιέρηδες της συµφοράς.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ