Π ροκειµένου να απαντηθεί η ερώτηση αν, πόσο και πώς αρµόζει ο τίτλος του πολιτικού ποιητή στον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος, όπως έγραφα τις προάλλες, έµεινε γενικότερα στη ζωή του και στη γραφή του σε απόσταση ασφαλείας από τον χώρο της πολιτικής, απαιτούνται κάποιοι, έγκυροι και νηφάλιοι, ορισµοί. Τόσο για την έννοια και την πράξη της πολιτικής όσο και για την έννοια και την άσκηση της ποίησης, προπάντων όταν και όπου οι δύο αυτοί τρόποι, προαιρετικά ή υποχρεωτικά, διασταυρώνονται. Χρέος που αποκλείεται να εξοφληθεί στην προκειµένη περίπτωση, αφού, πέρα από το προσωπικό έλλειµµα, η διαπραγµάτευσή του θα ήταν εδώ εκτός χώρου και χρόνου. Για να µη φτάσει ωστόσο η προκείµενη ολική απορία στην παραίτηση, προτείνεται η µετατροπή της σε µερική απορία.

Λόγου χάριν: µιλώντας για διασταύρωση ποίησης και πολιτικής, εννοούµε σταθερά ή µεταβαλλόµενα τα δύο µεγέθη, τόσο από άποψη υποκειµένων όσο και αντικειµένων; Αν ισχύει το δεύτερο, τότε ενδέχεται, αλλάζοντας στον χρόνο και στον χώρο οι δύο όροι, να µεγαλώνει ή να µικραίνει και η µεταξύ τους απόσταση, παίζοντας ανάµεσα στην αµοιβαία απώθηση και έλξη. Eνα παράδειγµα, για να συνεννοηθούµε. Στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας, η αντιπολιτευτική ποίηση υπήρξε ευπρόσδεκτη, και όποιος την απωθούσε θεωρούνταν ή σύµµαχος της χούντας ή φυγόµαχος και δειλός. Ενώ σήµερα, για κάποιους λόγους (που δεν είναι της ώρας να συζητηθούν) η πολιτική ποίηση εµφανίζει µερική ή ολική υποστολή.

Παράδειγµα πάντως προηγούµενης αµοιβαίας έλξης πολιτικής και ποίησης αποτελεί σίγουρα η προµετωπίδα στον «Στόχο» του Μανόλη Αναγνωστάκη, δηµοσιεύµενον καταρχήν στα «∆εκαοχτώ Κείµενα», που κυλοφόρησαν το καλοκαίρι του 1971 και γνώρισαν πυκνές ανατυπώσεις. Αντιγράφω: Το θέµα είναι τ ώ ρ α τι λες / Καλά φάγαµε καλά ήπιαµε / Καλά τη φέραµε τη ζωή µας ως εδώ / Μικροζηµίες και µικροκέρδη συµψηφίζοντας / Το θέµα είναι τ ώ ρ α τι λες.

Σύµπτωση; Η επίµονη αυτή πρόκληση του Μανόλη Αναγνωστάκη, που αποκαλύπτεται στο επόµενο ποίηµα της συλλογής (τίτλος του: «Ποιητική»), έχει οδυνηρό αντίκρισµα και στις δίσεχτες µέρες µας. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι πολιτική και ποίηση δεν τα πήγαν ποτέ πολύ καλά µεταξύ τους, ακόµη και όταν κινούνται στον ίδιο ιδεολογικό χώρο (ειδικότερα µάλιστα της Αριστεράς), διαφέροντας προπαντός στην εξ ορισµού αποκλίνουσα ηθική τους. Την αµοιβαία τους αυτή ένταση δοκίµασα να ορίσω, διδακτικά και δοκιµιακά, εδώ και κάµποσα χρόνια, επιµένοντας στην πρώτη µεταπολεµική γενιά µε τρία επώνυµα παραδείγµατα· ο λόγος για την «Πολιτική και Ποιητική Ηθική» (Κέδρος, 1976, µε πολλές ανατυπώσεις).

Η περίπτωση όµως του Οδυσσέα Ελύτη δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Νεότερος εταίρος της γενιάς του τριάντα, ανανέωσε, στο κλίµα του γαλλοϊσπανικού υπερρεαλισµού, το νεοελληνικό λυρικό τοπίο, παραµερίζοντας στην αρχή τις αντίξοες πολιτικές συνθήκες της µεταξικής δικτατορίας. Η πρώτη στροφή του προς τα εθνικά θέµατα εντοπίζεται στην πρόθυµη και δόκιµη συµµετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεµο, που ποιητικά αποτυπώθηκε το 1945 στο «ΑΣµα ηρωικό και πένθιµο για τον χαµένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», όπου πολιτικής τάξεως αφορµές και αναφορές, εύλογα µάλλον, αποφεύγονται.

Μεσολάβησαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια αυτοσυγκέντρωσης και δηµόσιας σιωπής, ωσότου να εµφανιστεί το 1959 ακέραιο το «Αξιον Εστί » · επικολυρική σύνθεση µείζονος σηµασίας, σηµαδεµένη από τις ενδιάµεσες (εθνικές, αντιστασιακές και εµφυλιακές) περιπέτειες του τόπου. Το έργο, µικροσκοπικό και συνάµα µακροσκοπικό ( Αυτός ο κόσµος ο µικρός ο µέγας ), αρθρώνεται σε τρία µέρη ( Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το ∆οξαστικόν ) και συντάσσεται σε έµµετρους ύµνους, σε µουσικές ωδές και σε πεζά αναγνώσµατα. Τα όποια, πολιτικής τάξης, νοούµενα και υπονοούµενα αναγνωρίζονται σε κάποιες από τις επτά Ωδές, και κυρίως στα τιτλοφορηµένα έξι Αναγνώσµατα , ένθετα και αυτά στο µέρος των Παθών ( Η πορεία στο µέτωπο, Οι ηµιονηγοί, Η µεγάλη έξοδος, Το οικόπεδο µε τις τσουκνίδες, Η Αυλή των προβάτων, Προφητικό ).

Επίτιτλοι, τίτλοι και οι µεσότιτλοι της σύνθεσης παραπέµπουν ευθέως στο Χριστολογικό πρόγραµµα (µε σήµατα από την Παλαιά και την Καινή ∆ιαθήκη), επιµένοντας ειδικότερα στα Πάθη και στην Ανάσταση. Σε σηµείο που θα µπορούσε κάποιος (τραβώντας υπερβολικά το σχοινί της απορίας) να αναρωτηθεί µήπως η όποια υποκείµενη πολιτική διάσταση της εποχής συµπιέζεται τελικώς µέσα στο ποίηµα από την περίπτυξη του πατριωτικού και υµνολογικού οίστρου. Επεται συνέχεια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ