«Ανάπτυξη, χρειάζεται ανάπτυξη» ήταν και πάλι η επωδός του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για την αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Τι είναι και πως επιτυγχάνεται όμως η ανάπτυξη, αυτό δεν το ακούσαμε. Είναι άραγε θέμα πολιτικής βούλησης ή ίσως κάτι πιο δύσκολο, ένα σύνθετο δηλαδή οικονομικό γεγονός για το οποίο απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις; Αν είναι έτσι, τότε ποιες είναι αυτές;
Παρά το γεγονός ότι τα ερωτήματα αυτά σε επίπεδο οικονομικής θεωρίας έχουν προ πολλού απαντηθεί, στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση η σχετική συζήτηση έχει προσλάβει έναν μεταφυσικό χαρακτήρα. Κυρίως δε, όταν εμφανίζεται πως ορισμένοι επιθυμούν την ανάπτυξη περισσότερο από κάποιους άλλους, οι οποίοι για αδιευκρίνιστους λόγους, αμφισβητούν την αναγκαιότητά της, καθυστερώντας μάλιστα κάθε μέτρο σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον στο στοιχειώδες: Ανάπτυξη σημαίνει επενδύσεις.

Η πραγματοποίηση όμως επενδύσεων, προϋποθέτει δυο πράγματα: σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον και φθηνό χρήμα. Διαφορετικά, σε συνθήκες για παράδειγμα εκτεταμένης μακροοικονομικής αβεβαιότητας, το φυσιολογικό ρίσκο μιας επένδυσης κατά κανόνα πολλαπλασιάζεται. Ακόμα περισσότερο, όταν το διαθέσιμο δανεικό χρήμα είναι λίγο οι αποδόσεις τους μειώνονται και η πραγματοποίησή τους ακόμα δυσκολότερη. Για να έρθουμε στα δικά μας: τι από τα δύο δεν ισχύει σήμερα στην Ελλάδα;

Στην πραγματικότητα, αυτό που εννοούν, όσοι μάλλον αυτιστικά επαναλαμβάνουν τα σχετικά αναπτυξιακά φληναφήματα, δεν αφορά στην πραγματοποίηση επενδύσεων. Πρόκειται για επανάληψη της πεπατημένης, της πρακτικής δηλαδή, που οδήγησε τη χώρα στη σημερινή της κατάντια. Πιστή στην εφαρμογή του συνθήματος «Δώστε την Ελλάδα μας πίσω», η όλη σύλληψη εξαντλείται στην ιδέα επανεκίνησης της αγοράς, μέσω ενίσχυσης της κατανάλωσης, χωρίς όμως αναφορά στις πιθανές πηγές χρηματοδότησής της. Εν προκειμένω, έχουμε τη νέα εκδοχή του ιστορικού πλέον «λεφτά υπάρχουν» της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης του Σεπτεμβρίου του 2009.

Παρ’ότι δεν υπάρχει στην πρόσφατη ιστορία πολιτικό σύνθημα που να διακωμωδήθηκε περισσότερο, η ουσία του αποτελεί τον πυρήνα της σύγχρονης αναπτυξιακής παραφιλολογίας. Για ορισμένους, εξακολουθεί να ισχύει ότι λεφτά (κάπου) υπάρχουν, αρκεί κάποιος, πιθανότατα ταχυδακτυλουργός, με μια ορισμένη «μαγική» κίνηση να τα εμφανίσει.

Κι έτσι μαζί με την ανάπτυξη θα μας λυτρώσει απ’ όλα τα δυσάρεστα στα οποία υποβαλλόμαστε στο όνομα μιας, κάποιας, προφανώς αχρείαστης, δημοσιονομικής εξυγίανσης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πεμπτουσία του νέου λαϊκισμού, ο οποίος σε μια ακραία προσπάθεια υπερκερασμού του πασοκικού αντιστοίχου του, θεωρεί τις απαιτούμενες θυσίες όχι μόνο άδικες και υπερβολικές αλλά προ πάντων παντελώς άχρηστες.

Μόνο που σε μια ανοιχτή οικονομία τα λεφτά αν δεν προέρχονται από εξαγωγικές δραστηριότητες, εισροές κεφαλαίων ή δανεισμό, απλά δεν υπάρχουν. Κι επειδή ο δανεισμός μάς τελείωσε, οι μόνες μας διέξοδοι δεν είναι άλλες από την ανάδειξη της χώρας μας σε τόπο προσέλκυσης επενδύσεων και υποδοχής ξένων κεφαλαίων, σε οικονομία περισσότερο ικανή για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για εξαγωγές.
Tο ζητούμενο σήμερα δεν είναι άλλο από την αλλαγή του ισχύοντος παραγωγικού προτύπου. Για όσο και για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν, ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και οι πράγματι εφικτές, σε μια τέτοια τραγική περίπτωση, δυνατότητες υποτίμησής του συνιστούν την απευκταία επιλογή, ο δρόμος της εσωτερικής υποτίμησης αποτελεί διέξοδο.

Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργήσει, όποτε φυσικά ολοκληρωθεί και το άνοιγμα των αγορών και των κλειστών επαγγελμάτων. Μειώνοντας, δηλαδή, την κερδοφορία σε μέχρι σήμερα υπέρμετρα προστατευμένους κλάδους παραγωγής εγχώρια εμπορεύσιμων αγαθών, θα απελευθερώσουμε πόρους και θα διευκολύνουμε την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Με τον τρόπο αυτό, αλλάζοντας δηλαδή τις σχετικές τιμές ανάμεσα σε εγχώρια και διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά προς όφελος των τελευταίων, θα οδηγηθούμε σε ανακατανομή πόρων προς όφελος παραγωγικών δραστηριοτήτων που μπορούν να φέρουν χρήμα στη χώρα. Η σημερινή αύξηση των εξαγωγών και μάλιστα σε συνθήκες μείωσης της συνολικής παραγωγής, δείχνει πως οι σχετικές προσπάθειες αρχίζουν να αποδίδουν.