Δυστυχώς, η ώρα της κρίσεως, έφτασε. Στο δραματικό «διάγγελμά» του, σύμφωνα με το οποίο για όσα τραγικά συμβαίνουν σήμερα φταίνε όλοι, ακόμα -αν είναι δυνατόν- κι η ελευθερία του λόγου (!), μα ουδόλως η κυβέρνηση, ο Ευάγγελος Βενιζέλος θυμήθηκε τον Τσόρτσιλ: το αίμα και τα δάκρια. Όμως, μια άλλη ρήση του Τσόρτσιλ θα ήταν πιο κατάλληλη αλλά τη λησμόνησε, καθώς θα έπρεπε να την απευθύνει στην κυβέρνηση της οποίας είναι αντιπρόεδρος: μπορείς να κοροιδεύεις λίγους για πολύ καιρό, πολλούς για λίγο καιρό, αλλά όχι όλους για πολύ καιρό. Γιατί αυτό ακριβώς πράττει συστηματικά επί δύο χρόνια η κυβέρνηση Παπανδρέου: κοροιδεύει, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Είναι κάτι που δεν μπορεί να κάνει πια, υπό την άμεση απειλή της ολικής κατάρρευσης.

Γιατί πορεύθηκε έτσι τόσο καιρό; Επειδή οι άνθρωποι που κατεξοχήν δημιούργησαν όλο αυτό το κακό, δεν θα μπορούσαν και να το αποτινάξουν από τις πλάτες του τόπου. Θα έπρεπε πρώτα να ακυρώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί αυτοί μας έφτασαν ως εδώ, κυβερνώντας όπως κυβέρνησαν όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και δεκαετίες. Είναι αυτοί οι άνθρωποι. Όχι άλλοι. Και δεν θα υπήρχαν αν δεν είχαν κυβερνήσει έτσι: αν δεν είχαν κάνει το κράτος εργαλείο τους, δεν θα τους ήξερε ούτε ο θυρωρός τους. Αυτό πουλούσανε επί δεκαετίες, για να γίνουν ότι έγιναν…
Δύο χρόνια τώρα, η κυβέρνηση επί της ουσίας, εμπαίζει τους πάντες. Εμπαίζει και τους «έξω», λέγοντας ότι κάνει πράγματα που στην πραγματικότητα δεν κάνει, εμπαίζει όμως, ακόμα χειρότερα, και τους «μέσα», καθώς με την επιμονή της να αρνείται να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο ιδίως των περί και μέσα στο κράτος δικών της ομάδων συμφερόντων, ισοπεδώνει ότι άλλο υπάρχει σε αυτή τη χώρα.

Κι έτσι, ενώ το δημόσιο ήταν αυτό που πτώχευσε, και που αδιαμφισβήτητα είναι τεράστιο, αντιπαραγωγικό και αδύνατο να υπάρχει σε αυτή τη μορφή σε ένα σύγχρονο δυτικό κράτος, για να μη θιγεί σε τίποτα σ’ αυτό και φωνάξουν οι κομματικοί συνδικαλιστές, στους οποίους όλη η δύναμη δόθηκε από τους ίδιους πολιτικούς που σήμερα υποτίθεται ότι «μαζεύουν» την κατάσταση, διαλύθηκε, πρώτα εκ βάθρων, ο ιδιωτικός τομέας. Ο παραγωγικός ιστός της χώρας, ή, έστω, ότι είχε μείνει απ’ αυτόν. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Και, φυσικά, αυτό δεν οδηγούσε πουθενά. Γιατί; Επειδή δεν ήταν ο ιδιωτικός τομέας η αιτία του κακού. Ηταν ο δημόσιος, γέννημα θρέμμα, σάρκα απ’ τη σάρκα του ΠΑΣΟΚ, που δεν τόλμησε εδώ και δύο χρόνια να τον αγγίξει. Και που τώρα πρέπει να τα κάνει όλα μέσα σε πέντε μέρες.

Πρέπει κάποτε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όχι για να κοιτάξουμε στο παρελθόν, αλλά για να μπορέσουμε έντιμα να αντιμετωπίσουμε το τρομερά δύσκολο μέλλον.

Ποιος έκανε το δημόσιο αυτό που είναι σήμερα; Ποιος το μετέτρεψε σε όχημα «κοινωνικής», δήθεν, πολιτικής; Ποιος το κατέστησε μακράν τον μεγαλύτερο εργοδότη στη χώρα; Ποιος πολέμησε με λύσσα την ιδιωτική επιχείρηση, την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα; Ποιος έφερε την αποβιομηχάνιση; Ποιος εκδίωξε τις ξένες επενδύσεις;
Το κυριότερο: ποιος δημιούργησε και εγκατέστησε στο επίκεντρο της συνείδησης αυτού του λαού την κουλτούρα δεν δουλεύω, με ζει (πλούσια) και με προστατεύει για πάντα το κράτος; Ένα κράτος που, σήμερα, πέφτει, ακριβώς κάτω από αυτό το βάρος. Πότε όμως ξεκίνησαν και θέριεψαν όλα αυτά;

Ηταν μια μέρα του Οκτωβρίου του 1981 όταν όλα αυτά έγιναν η νικηφόρα σημαία της νέας Ελλάδας για να ανδρώσουν μια ολόκληρη γενιά που έφερε την καταστροφή.

Όταν έπεφτε η κυβέρνηση Ράλλη, άφηνε πίσω της τον τελευταίο πρακτικά ισοσκελισμένο προυπολογισμό με τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία, τώρα, με τόση αγωνία (και δικαίως) τα αναζητά η κυβέρνηση για να ζήσει η χώρα, αλλά δεν τα βρίσκει. Τότε καταγράφηκαν για τελευταία φορά.

Όμως, για το «προοδευτικό» ΠΑΣΟΚ, όλα αυτά έπρεπε να πέσουν στην πυρά. Επρεπε το δημόσιο για γίνει αυτό που έγινε, για να χωρέσει όλη την κομματική πελατεία, για να μετατραπεί στο μηχανισμό με τον οποίο οι «προοδευτικές» κυβερνήσεις διατηρούσαν και μεγιστοποιούσαν τη δύναμή τους, χωρίς δεύτερη σκέψη για το κακό που έκαναν στη χώρα.
Το «Θεσμικό» κόμμα και οι διαβόητες «κλαδικές» της πρώτης περιόδου του έγιναν κάτι σαν μικρά «σοβιέτ» ελληνικού τύπου, τα οποία ήλεγχαν τα πάντα. Αυτά έμαθαν έναν ολόκληρο λαό ότι δικαιούταν να πληρώνεται χωρίς να δουλεύει, ότι δικαιούταν να λαμβάνει σύνταξη στα 45 του, ότι κάθε επιχειρηματίας που ήθελε να προκόψει ο ίδιος και να δώσει έτσι και δουλειά σε κάποιους άλλους έπρεπε να τιμωρείται από τα γρανάζια της παντοδύναμης γραφειοκρατίας, ή, για να τα καταφέρει, έπρεπε να πληρώσει και να είναι αρεστός στην πολιτική εξουσία.

Τότε έγινε κανόνας ότι το κράτος μπορούσε όχι μόνον να γιγαντώνεται χωρίς όριο και χωρίς κριτήριο, αλλά και να ξοδεύει ατέλειωτα χωρίς να ρωτάει κανέναν, καθώς και να βρίσκεται παντοδύναμο απέναντι σε ότι δεν του άρεσε, τόσο στην κοινωνία, όσο και στην οικονομία.

Αυτή η λογική έχτισε όλα όσα ζούμε σήμερα. Και η μεγαλύτερη τραγωδία είναι ότι, όλα αυτά, τα μετέτρεψε σταδιακά σε αξιακό σύστημα του ελληνικού λαού. Σε τέτοιο βαθμό δε, που αυτή η αδιανόητη αντίληψη κατάπιε πολύ γρήγορα το σύνολο της πολιτικής ζωής του τόπου.

Οταν το 2004 η Νέα Δημοκρατία ήρθε στην εξουσία, δεν τόλμησε να κάνει αυτό που όφειλε. Γιατί; Επειδή, με τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, θα έπρεπε να λειτουργήσει πλέον εναντίον όλης της κοινωνίας. Δεν θέλησε να σηκώσει το κόστος, τουλάχιστον σε σχέση με την αντίληψη για το ρόλο και τη λειτουργία του κράτους. Κι έτσι, η περίφημη «επανίδρυσή» του, ενώ η ανάγκη της διαπιστώθηκε, έμεινε στα λόγια και ο χρόνος χάθηκε. Η λογική, απλή: αφού αυτό είναι όλο το σύστημα, από πάνω μέχρι κάτω, αφού αυτή είναι η κοινή συνείδηση, ποιος να τρέχει τώρα να σπάσει αυγά;… Αντίθετα, όλο αυτό, τελικά, βόλεψε κι όλας…

Κι η αριστερά; Αυτή ακόμα πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να είναι ο μεγάλος εργοδότης. Μόνο που δεν μας λέει που θα βρει τα λεφτά γι αυτό…

Μην κοροιδευόμαστε άλλο. Αυτός ο λογαριασμός ήρθε να πληρωθεί σήμερα. Ο λογαριασμός μιας χώρας που όσο ζούσε, πριν το ’81, χωρίς τους αδιανόητους πακτωλούς των ευρωπαικών χρημάτων δωρεάν βοήθειας, πρόκοβε: δεν χρωστούσε, το βιωτικό της επίπεδο σταθερά, έστω και αργά, ανέβαινε, είχε παραγωγή αξιόλογη και ανταγωνιστικότητα με τα δικά της, ίδια μέσα.

Μιας χώρας που έχτισε το μοναδικό παράδοξο να αρχίσει να διαλύεται ακριβώς από την ώρα που ήρθαν τα πολλά λεφτά.

Η κυβέρνηση Ράλλη, και εκείνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή πριν από αυτή, που έβαλαν την Ελλάδα στην ΕΟΚ υπό τις ιαχές πολέμου του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, είχαν πετύχει μια υγιή οικονομία χωρίς να έχουν διαχειριστεί φράγκο από τα ευρωπαικά λεφτά.

Αντίθετα, εκείνες που τις ακολούθησαν, κυριολεκτικά πνίγηκαν στο ευρωπαικό χρήμα. Τι έκαναν με αυτό; Αντί να εκτοξεύσουν τη χώρα και να διασφαλίσουν το μέλλον της, δημιούργησαν αυτό που ζούμε σήμερα. Το βάφτισαν προοδευτικό κι έβαλαν στο στόχαστρο της εξόντωσης ως «φασίστα», εχθρό του λαού, όποιον προσπαθούσε να εξηγήσει που θα καταλήξουν όλα αυτά.

Η ιδεολογική τρομοκρατία μιας ολόκληρης γενιάς τέτοιων «υπηρετών του λαού», που όμως μέρα με τη μέρα τον κατέστρεφαν, έγινε η απόλυτα κυρίαρχη ιδεολογία αυτού του τόπου. Όχι μόνον στο κράτος: μπήκε μέσα στα μυαλά και τις ψυχές των ανθρώπων.

Αυτά ήταν που μας έφεραν στη σημερινή αποφράδα, ημέρα. Την ημέρα ενός λογαριασμού, που, τώρα, πρέπει πλέον να πληρωθεί.

Οι Γερμανοί μπορεί να παίζουν το δικό τους παιγνίδι, που, επί της ουσίας, έχει εντελώς άλλη ατζέντα και στόχευση. Όμως, αυτό, δεν αλλάζει όλα τα παραπάνω, τα οποία, φυσικά τα χρησιμοποιούν σήμερα για να σφίξουν τη χώρα σε μια φοβερή μέγγενη. Εμείς τους δώσαμε τα όπλα να μας μετατρέψουν σε αιχμή του δόρατος για το χτίσιμο μιας γερμανικής Ευρώπης. Και αυτό πράττουν.

Και, φυσικά, αγγίζει τα όρια της παράνοιας να πιστεύει κανείς ότι οι Γερμανοί βοήθησαν την Ελλάδα όλο αυτό το διάστημα: αντίθετα, την έριξαν, με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την κρίση, πιο βαθειά στο χάος και έβγαλαν και οι ίδιοι πολλά λεφτά από αυτό, ενώ αναμένουν ότι θα βγάλουν ακόμα περισσότερα. Την ίδια ώρα, με μοχλό το ελληνικό πρόβλημα, κατίσχυσαν πλέον πλήρως σε όλη την ευρωζώνη.

Όλα αυτά κλήθηκε να διαχειριστεί πριν από δύο χρόνια, σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, ο Γιώργος Παπανδρέου. Είπε, είπε, είπε, αλλά δεν έκανε: ήταν το «Θα» απ’ την ανάποδη. Υποσχέθηκε προσπάθεια, αλλά δεν την έκανε αληθινά. Εκανε τα εύκολα, αλλά όχι τα σημαντικά. Και γι αυτό μας έφτασε ως εδώ.

Και πώς, να κάνει; Δεν είναι και ο ίδιος και η κυβέρνησή του προιόν αυτού του συστήματος; Δεν είναι το ίδιο το σύστημα, στην καρδιά του; Οι υπουργοί του δεν έγιναν, οι περισσότεροι ότι έγιναν ακριβώς συμβάλλοντας ενεργά στο φαινόμενο;

Όμως, τώρα, όλα αυτά τελείωσαν, δια της βίαιης έξωθεν επιβολής. Και ο τρόπος που διαχειρίστηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου την κρίση, με δύο χρόνια ψέματα και κουβέντες αντί για έργα, τα κάνει όλα πολύ πιο αμφίρροπα και απίστευτα επώδυνα.

Τώρα, πρέπει να διώξει μέσα σε λίγες ημέρες δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, από το τερατώδες δημόσιο. Τώρα που η ύφεση καλπάζει και που δουλειά δεν υπάρχει πουθενά. Τώρα, πρέπει να πουλήσει τη δημόσια περιουσία, που, εν τω μεταξύ, στα δύο αυτά χρόνια έχει πλήρως απαξιωθεί και καλείται να τη δώσει άρον άρον για ένα κομμάτι ψωμί – που αλλού, στους Γερμανούς φυσικά.

Αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Όπως δεν θα μπορούσε και χωρίς την απόλυτα ιδιοτελή εθνικιστική γερμανική πρέσα. Γιατί απλώς, αυτό που έχουμε φτιάξει, δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να υπάρχει.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών. Που, τώρα εκδικείται. Και, ανεξάρτητα και από τη δόση, που απλώς θα σωρεύσει κι άλλο χρέος και θα δώσει ανάσα λίγων εβδομάδων, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί κάτι πια να σταματήσει αυτή τη φοβερή εκδίκηση.