Το προκείµενο (τίτλος και θέµα) έχει συγκεκριµένη αφορµή: προέκυψε στο αυγουστιάτικο φεστιβάλ «Πρέσπες 2011», αφιερωµένο στον Παπαδιαµάντη και στον Ελύτη, για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του πρώτου και από τη γέννηση του δευτέρου. Οπου η δική µου συµβολή εντοπίστηκε στη διαλογική Μαρία Νεφέλη, πρόσφορη για συνανάγνωση µε τη Μαρία Ναυπλιώτου. Ενα έργο που δεν φαντάστηκα πως φέρει και σήµατα πολιτικής οµολογίας του Ελύτη· ενός ποιητή που µάλλον απέφυγε στη ζωή και στη γραφή του βολές και εισβολές στον χώρο της επίµαχης πολιτικής. Ακόµη και αν πρόκειται για περιστατική εξαίρεση, σκέφτοµαι πως δεν είναι δίκαιο να περάσει η όποια πολιτική διάσταση της Μαρίας Νεφέλης απαρατήρητη και ασχολίαστη. Παραµένει βέβαια µετέωρο το κρίσιµο ερώτηµα αν δικαιούµαστε να µιλούµε γενικότερα στη συγκεκριµένη περίπτωση για πολιτικό ποιητή, όπως το επιχείρησε και το υποστήριξε λόγου χάριν ο Τσίρκας για τον Καβάφη. Προτού ωστόσο αποφασιστεί αν όντως πρόκειται για πολιτικής φύσεως εγρήγορση του Ελύτη, και όχι για προέκταση µιας γενικότερης ιδεολογικής ευαισθησίας, χρειάζεται ίσως να θυµηθούµε κάποια στοιχειώδη πράγµατα για την προκλητική ταυτότητα της Μαρίας Νεφέλης. Οι επόµενες τρεις, συντοµογραφικές, σηµειώσεις ενισχύουν ελπίζω µια τέτοια άποψη.

1. Η Μαρία Νεφέλη, δηµοσιευµένη στον Ικαρο το 1978 (έναν χρόνο πριν από το Βραβείο Νοµπέλ), διαθέτει πυκνή και συµµετρική σκαλωσιά. Αρθρώνεται σε τρία κύρια µέρη, σε καθένα από τα οποία αντικρίζονται εναλλακτικά τα επτά ποιήµατα της Μ. Ν. µε ισάριθµα ποιήµατα του Αντιφωνητή. Αποτέλεσµα: ο τυπικός αριθµός 3 συστήνει τον κάθετο άξονα της σύνθεσης, ο τυπικός επίσης αριθµός 7 τον οριζόντιο, ενώ το άθροισµά τους εκβάλλει στον σφαιρικό αριθµό 10. Πρόκειται προφανώς για υπολογισµένο άβακα, που σκοπεύει στην υπόδειξη αυστηρής πειθαρχίας σε ένα ποιητικό σύνολο θεληµατικά ατίθασο και αποφασισµένα αναρχικό.

2. Η Μαρία Νεφέλη ως πρόσωπο φαίνεται να συναιρεί σωµατικές εµπειρίες έκδοτης κοπελιάς µε την ενόραση αλαφροΐσκιωτης κόρης. Υπονοµεύοντας το κατεστηµένο νόηµα του φύλου, της φύσης και της ιστορίας, ψάχνει να βρει µέσα στα συντρίµµια του τον αρχέγονο σπόρο του ανθρώπου. Απέναντί της ο Αντιφωνητής υπερασπίζεται τον υπό διάλυση κόσµο µε τη µέθοδο της αντιστροφής, αποκαλύπτοντας, όπως σε ένα αναποδογυρισµένο χαλί, τους πολύπλοκους κόµπους της ύφανσής του. Η αρετή της ποίησης είναι για τον Αντιφωνητή το θάρρος της να ανακαλύπτει µέσα στο αρνητικό το θετικό, και αντιστρόφως, ενόψει µιας ποιητικής «ουτοπίας».

3. Ως ποιητικό σύνολο η Μαρία Νεφέλη δεν αντιστέκεται σε κανέναν πειρασµό µορφής και περιεχοµένου, υπακούοντας στην ευαγγελική προµετωπίδα της που εντέλλεται: εγώ δε λέω υµίν µη αντιστήναι τω πονηρώ, που πάει να πει: σ’ ένα τροχιοδροµηµένο πέλαγος αρµενίζει ως σύµβολο βιολογικής και εκφραστικής ελευθερίας. Ιδεολογική αφορµή της προφανώς υπήρξε ο ανατρεπτικός γαλλικός Μάης του ’68, µε τα προηγούµενα και τα παρεπόµενά του, αναγνωρίσιµα στην ουγγρική εξέγερση και στην Ανοιξη της Πράγας. Τελικώς, ο λυρικότερος ποιητής της γενιάς του ’30, ανιχνεύοντας την ωριµότητα στη Μαρία Νεφέλη, έτρεψε καθ’ οδόν τον αυθόρµητο νεανικό λυρισµό του σε τρισδιάστατη ιδεολογία: ποιητική, φυσική, µεταφυσική. Θα ήταν ωστόσο άστοχο να περιοριστεί η αναζήτηση ποιητικής ωριµότητας του Ελύτη στην τροχιά µόνον ενός, ιδεολογικά φορτισµένου, εξωστρεφούς λυρισµού, όπου κατά βάση ανήκει η Μαρία Νεφέλη. Θα πρέπει να συνυπολογίζεται και η άλλη τροχιά βαθύτερου και εσωτερικού λυρισµού, ο οποίος εγκαινιάστηκε στις Εξι και µία τύψεις, για να καταλήξει στα ώριµα και τελεσίδικα Ελεγεία της Οξόπετρας .

Προς υπόδειξη πάντως της αναρχικής ταυτότητας της Μαρίας Νεφέλης, αντιγράφω επακριβώς από την εισαγωγική «Παρουσία» το πρώτο ζεύγος φωνής και αντιφώνησης των δύο προσώπων του ποιήµατος. Προηγείται η Μ. Ν.:

Περπατώ µες στ’ αγκάθια µες στα σκοτεινά / σ’ αυτά που ’ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά / κι έχω για µόνο µου όπλο µόνη µου άµυνα / τα νύχια µου τα µωβ σαν τα κυκλάµινα. Και ανταποκρίνεται ο Αντιφωνητής σε πεζόµορφο λόγο:

«Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωµένη χάµου. Να περπατάει στο δρόµο µε φαρδιά παντελόνια και µια παλιά γκαµπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιµµένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αµέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωµή κι ωραία. Μ’ αν της µιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κάτι αλλού – που µόνο αυτή τ’ ακούει και τροµάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. ∆εν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα».

Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφονται καθ’ οδόν κάποια, αµµφίβολα έστω, πολιτικά σήµατα. Περί αυτών την άλλη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ