Πρώτη ιστορία: πριν από μερικά χρόνια σε εταιρεία του Δημοσίου κάποιος από τους διευθυντάδες πρότεινε να αγοραστεί μηχάνημα που ελέγχει βιομετρικά την είσοδο και την έξοδο των εργαζομένων: να ακουμπούν την παλάμη σε μια οθόνη και να ανοίγει η πόρτα. Τον υποψιάστηκαν αμέσως για μιζαδόρο, ότι ήθελε δηλαδή να βγάλει το κατιτίς του από την αγορά του μηχανήματος. Μετά άρχισαν να τον κοροϊδεύουν, ότι επηρεάστηκε από την ταινία Gattaca και ήθελε να ζήσει το δικό του βιοτεχνολογικό όνειρο. Η αλήθεια ήταν πιο απλή. Δεν μπορούσε επουδενί να ελέγξει πόσες ώρες δουλεύει καθένας. Κάθε πρωί είχαν χτυπηθεί όλες οι κάρτες όμως τα γραφεία παρέμεναν άδεια. Οι κάρτες παρουσίας βρίσκονταν στον μεγάλο προθάλαμο και όσοι προσέρχονταν στην ώρα τους χτυπούσαν καμιά εικοσαριά. Όταν οι αργοπορημένοι έφταναν στο γραφείο, ήταν η σειρά της πρώτης βάρδιας να πάει για καφέ και για ψώνια. Στο τέλος της εβδομάδας όλοι δήλωναν τις υπερωρίες τους. Προτάθηκε από τη διοίκηση να μπει θυρωρός που να ελέγχει τα μπες-βγες, προτάθηκε να μπει το μηχάνημα της παλάμης, όμως όλα απορρίφθηκαν επειδή οι εργαζόμενοι προέβαλαν ζητήματα προσωπικής ελευθερίας και προσβολής της αξιοπρέπειας.

Δεύτερη ιστορία: μια συμβασιούχος στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, με πτυχίο φιλολογίας και πολύ φιλότιμο, έμεινε έγκυος σε δίδυμα. Δούλεψε μέχρι το τελευταίο λεπτό και λίγες ημέρες μετά τη γέννα επέστρεψε στο πόστο της. Ούτε λόγος για άδεια λοχείας: είχε πολλή δουλειά που δεν μπορούσε να την κάνει άλλος. Βλέπετε η συνάδελφος που θα έπρεπε να κάθεται στη διπλανή καρέκλα δεν είχε εμφανιστεί ποτέ στο γκισέ καθώς είχε άλλα καθήκοντα. Διατηρούσε κατάστημα εκεί λίγο πιο κάτω από το ΚΕΠ. Δεν πήγαινε στην υπηρεσία της με το δικαιολογητικό «και τι θα κάνω με το μαγαζί;». Όταν ο προϊστάμενος την παρακάλεσε να δουλέψει για λίγες ημέρες, εκείνη αρνήθηκε, υπενθυμίζοντας ότι είναι «του δημάρχου». Όλη η γειτονιά γνώριζε ότι βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς προστασίας όμως ουδείς τόλμησε να το καταγγείλει. Κυρίως δεν τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν οι συνάδελφοι, γνωρίζοντας ότι στο τέλος ο τεμπέλης δικαιώνεται.

Πόσες τέτοιες ιστορίες μπορούμε να μαζέψουμε από την ελληνική πραγματικότητα; Χιλιάδες. Κι αυτό επειδή το ελληνικό κράτος λειτουργούσε πάντοτε ανάποδα. Δεν υπήρξε ποτέ ένα οργανόγραμμα για να δούμε πόσοι χρειάζονται σε κάθε υπηρεσία. Κανονικά θα έπρεπε να καταγράφεται ο όγκος της δουλειάς και να υπολογίζεται πόσοι θα τη φέρουν σε πέρας. Άπασες οι κυβερνήσεις διόριζαν και ξαναδιόριζαν χωρίς να επαναπροσδιορίζουν τους στόχους. Τώρα διώχνουν με την ίδια λογική. Δεν ξέρουμε πόσοι χρειάζονται για να λειτουργεί εύρυθμα το κράτος όμως ξέρουμε ότι πρέπει να φύγουν 250.000_ για αρχή. Θα φύγουν λοιπόν όσοι είναι κοντά στη σύνταξη (ωσάν να μην καταβάλλονται χρήματα για τη σύνταξη) και όσοι έχουν λιγότερα προσόντα. Καθώς τα πολιτικά πρόσωπα παραμένουν μαζί με τις νοοτροπίες τους είναι βέβαιον ότι τα κριτήρια απόλυσης θα είναι τα ίδια με τα κριτήρια πρόσληψης. Στο προαναφερθέν ΚΕΠ είναι πιο πιθανό θα κρατήσει την οργανική θέση η μονίμως απούσα έμπορος παρά η φιλότιμη πτυχιούχος. Τα «τυπικά προσόντα» και η αναπόδεικτη παραγωγικότητα δεν έχουν καμία ισχύ μπροστά σε ένα τηλεφώνημα δημάρχου.

Η κυβέρνηση εγγυάται ότι θα εξοικονομήσει κάποια εκατομμύρια από την εργασιακή εφεδρεία και τις απολύσεις. Εξακολουθεί όμως να παίρνει αποφάσεις που δεν έχουν προοπτική. Αν δεν γίνει καταγραφή των αναγκών του κράτους, αν δεν γίνει ανάλυση καθηκόντων για κάθε θέση εργασίας δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα λειτουργεί στο μέλλον ο μηχανισμός του δημοσίου τομέα. Πιστεύει κανείς ότι αυτοί που θα μείνουν θα είναι οι πιο άξιοι;