Η δύσκολη δημοσιονομική συγκυρία μπορεί να δημιουργεί, δυστυχώς, προσκόμματα σε όλο το φάσμα των δημόσιων δαπανών, ωστόσο δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για αισθητική εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου, αλλά και της ίδιας της πολιτιστικής παραγωγής. Αλλωστε, όταν μιλά κανείς σήμερα για ό,τι δημόσιο, δεν σημαίνει πως αυτόματα παγιδεύεται στην κυρίαρχη συζήτηση για την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.

Σαφώς, αξιοποίηση μπορεί να γίνει, αν και σε χρόνο πρόσφορο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιλεγεί με τη δικαιολογία της οικονομικής δυσπραγίας η εγκατάλειψη, που οδηγεί στην απαξίωση και εν τέλει στον αφανισμό του δημόσιου χώρου. Γι’ αυτό λοιπόν μπορούμε να ενεργοποιήσουμε συνέργειες, αλλά και να αξιοποιήσουμε το υφιστάμενο πλαίσιο για ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας ζωής στις πόλεις, αλλά και συνολικά στο αστικό τοπίο.

Μπορεί, για παράδειγμα, χώροι, κτίρια, πλατείες, κτίρια διοίκησης, χώροι συνάθροισης κοινού, αλλά και οι διαμορφώσεις – αναπλάσεις ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων που υπόκεινται στη διαδικασία υποχρεωτικής προκήρυξης διαγωνισμών, μελετών ή σχεδίων ιδεών (όπως πρόσφατα καθόρισε το ΥΠΕΚΑ) να αποτελέσουν την απαρχή για μια προσπάθεια που θα αποτυπώνει το ενδιαφέρον της Πολιτείας για οτιδήποτε φέρει δημόσιο χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο για εκποίηση με ταμειακό στόχο, αλλά για αναβάθμιση με αισθητικό πρόταγμα. Ο δημόσιος χώρος μιας πόλης αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό της στοιχείο, την κατ’ εξοχήν εικόνα της στα μάτια πολιτών και επισκεπτών.
Στο πλαίσιο αυτό, οφείλει η Πολιτεία σε όλες τις εκφάνσεις της (ΟΤΑ, κεντρικό κράτος) να εντατικοποιήσει την εφαρμογή των αποφάσεων που η ίδια προώθησε, δίνοντας έμπρακτα το παράδειγμα ότι «νοιάζεται» για τον δημόσιο χώρο, αντιμετωπίζοντάς τον ως σημείο απ’ όπου υπάρχει δυνατότητα να ξεκινήσει μια νέα σχέση ανάμεσα στον πολίτη και στην Πολιτεία. Παράλληλα με την αισθητική αναβάθμιση, θα δώσει την ευκαιρία σε νέους αρχιτέκτονες ή ενασχολούμενους με την αρχιτεκτονική να αποκτήσουν ενεργό ρόλο στη χώρα, τη στιγμή μάλιστα που, παρά κάποιες εξαιρέσεις, έχει εξοβελιστεί η αρχιτεκτονική από την αστική καθημερινότητα, με τους νέους ειδικά αρχιτέκτονες συχνά να ασφυκτιούν, χωρίς αντικείμενο.
Στην κατεύθυνση αυτή, είναι αξιόλογο ότι ήδη φορείς συνενώνουν τις δυνάμεις τους, όπως το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και τα Τμήματα Αρχιτεκτόνων των Πολυτεχνικών Σχολών των πανεπιστημίων Αριστοτελείου, Πατρών, Θεσσαλίας, Δημοκριτείου και Πολυτεχνείου Κρήτης, που διοργανώνουν το 1ο Συνέδριο με τίτλο «Δημόσιος χώρος… αναζητείται» τον Οκτώβριο του 2011 στη Θεσσαλονίκη.
Μια άλλη δράση που μπορεί να προωθήσει η Πολιτεία, ώστε να ενδυναμώσει τη διαδικασία οικειοποίησης του δημόσιου χώρου της πόλης από τους πολίτες της, είναι η αξιοποίηση πολλών κτιρίων και χώρων, που φιλοξενώντας πολιτισμικές δράσεις μπορούν να πυροδοτήσουν συνέργειες κλίμακας με πολλαπλή προστιθέμενη αξία. Μπορεί δηλαδή ένας χώρος ιστορικής μνήμης που παραχωρείται κατά καιρούς για δράσεις πολιτισμού ή ένα κτίριο που έχει δυνατότητες πολυχρησίας να αποτελέσει εφαλτήριο για τη συνάντηση τοπικών παραγόντων πολιτισμού και ιδιωτικών χορηγών. Ολα αυτά με την εποπτεία της Πολιτείας που καθορίζει τους κανόνες, που δεν είναι άλλοι από την τόνωση της τοπικής πρωτότυπης πολιτιστικής παραγωγής και τον σεβασμό στην ιστορική κληρονομιά του χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά ανά τη χώρα, ωστόσο λειτουργούν κυρίως λόγω του πατριωτισμού ορισμένων και συχνά χωρίς καν την ηθική στήριξη της Πολιτείας.

Σε μια περίοδο, λοιπόν, που το δημόσιο χρήμα αναζητείται χωρίς να βρίσκεται, μπορεί η Πολιτεία, σε ρόλο συντονιστή, να δώσει έναυσμα για παραγωγή πολιτισμού με έμφαση στον τοπικό χώρο, που αλλάζει το κλίμα, δίνοντας το αισιόδοξο μήνυμα ότι στη μοιρολατρία της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα αντιτάσσεται η πρωτοβουλία της συνέργειας για την αναβάθμισή του.