Δέκα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η ιστορία γράφεται πλέον άμεσα. Η γαλλική εφημερίδα «Le Μonde» σε πρόσφατο ένθετό της για τα γεγονότα εκείνων των ημερών χαρακτηρίζει την περασμένη δεκαετία «δεκαετία του Μπιν Λάντεν». Είναι όμως αυτό σωστό; Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από την 11η Σεπτεμβρίου, το συνολικό ΑΕΠ της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας ανέβηκε από το 8,4% της συνολικής παγκόσμιας οικονομίας στο 18,3%. Ο αγγλοσαξονικού τύπου καπιταλισμός συνετρίβη.

Επίσης, τη δεκαετία που μας πέρασε εξαπλώθηκε σε παγκόσμιο βαθμό η πρόσβαση στο Διαδίκτυο και από τους 360 εκατ. ανθρώπους το 2000 έφθασαν στα 2 δισ. σήμερα οι άνθρωποι που έχουν πρόσβαση σε αυτό. Ηταν μια εποχή όπου ο πόλεμος στο Ιράκ είχε χωρίσει τον κόσμο στα δύο, αλλά και μια εποχή όπου φάνηκε μια ακατανίκητη ανάγκη για ελευθερία σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, με εκατομμύρια μουσουλμάνων να απαιτούν δημοκρατία και όχι τζιχάντ (ιερό πόλεμο) ενάντια στους απίστους.

Τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν ήταν έργο του Οσάμα μπιν Λάντεν. Βεβαίως, η Αλ Κάιντα ήταν και παραμένει μια νέα και σοβαρή απειλή. Αυτή η οργάνωση, που δημιουργήθηκε πριν από 30 χρόνια στον ισλαμικό κόσμο, δεν θέλει να παρέμβει τοπικά αλλά παγκόσμια, και με στόχο της όχι απλώς την αλλαγή αλλά την επανάσταση.

Η αντίληψη ότι δόθηκε μια απάντηση με τον περιβόητο «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» είναι εν μέρει παραπλανητική, αφού έδινε την εντύπωση στον κόσμο πως η Αλ Κάιντα ήταν μία ακόμη ομάδα όπως ο ΙRΑ, η φράξια Μπάαντερ- Μάινχοφ ή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Καμία σχέση. Ωστόσο, η ύπαρξη της Αλ Κάιντα έδειχνε με τρόπο πασίδηλο ότι ο Μπιν Λάντεν ήθελε να γραφτεί το όνομά του με κάθε τρόπο στην ιστορία.

Ο αγώνας εναντίον του, με ηγέτιδες τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες δυτικές χώρες να συνδράμουν όσο μπορούσαν, κατάφερε να αποδυναμώσει την επιχειρησιακή ικανότητα και την επιρροή της Αλ Κάιντα. Λειτούργησε όμως παράλληλα ως αντιπερισπασμός, ως μηχανισμός ανάσχεσης στη δημιουργία νέων διπλωματικών σχέσεων και θεσμών, απαραίτητων σε έναν ανεξάρτητο κόσμο.

Σήμερα, δεν βλέπω άλλη εναλλακτική από την απόφασή μας το 2001 να διώξουμε τους Ταλιμπάν από την εξουσία. Η τραγωδία είναι ωστόσο πως όταν κερδήθηκε αυτή η μάχη χάθηκε και η ειρήνη στην περιοχή. Η Διάσκεψη της Βόννης, η οποία τον Δεκέμβριο του 2001 κλήθηκε να συντάξει ένα νέο σύνταγμα για το Αφγανιστάν, εξαίρεσε τους νικημένους Ταλιμπάν.

Αυτοί με τη σειρά τους, δυστυχώς, αντάλλαξαν την απόφασή τους να μείνουν στην απομόνωσή τους με τη μετακίνησή τους στα εδάφη του Πακιστάν, όπου και συγκεντρώθηκαν ξανά. Υπό τον φόβο της νέας αυτής απειλής, πραγματοποιήθηκε άλλη μία στρατιωτική επέμβαση, ενώ η μάχη θα έπρεπε εξ αρχής να δοθεί στον πολιτικό και διπλωματικό στίβο.

Η καλύτερη παρομοίωση για να καταλάβουμε την τρέχουσα κατάσταση είναι αυτή της πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κυρίας Μάντλιν Ολμπραϊτ, η οποία έχει πει ότι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η εξωτερική πολιτική ήταν σαν να προσπαθεί κάποιος να οδηγήσει ένα καράβι μέσα στη Διώρυγα του Παναμά. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αντίστοιχα, ήταν σαν να προσπαθεί κάποιος να οδηγήσει ένα καράβι μέσα στο στενό της Μάγχης: ανάμεσα σε πολύ νερό, αλλά με τη στεριά να διακρίνεται στο βάθος. Σήμερα ωστόσο είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να οδηγήσει ένα καράβι μέσα στο ανοικτό πέλαγος, χωρίς όρια ή κανόνες ανάμεσα στις υφαλοκρηπίδες και χωρίς να φαίνεται στεριά στο βάθος.

Αν ισχύει κάτι τέτοιο, έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάποια επείγοντα ζητήματα. Πρώτον, να επιβεβαιώσουμε ξανά τη θέση της διπλωματίας στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ο μακαρίτης αμερικανός διαμεσολαβητής Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ μου είχε πει κάποτε πως οι ΗΠΑ, από την 11η Σεπτεμβρίου κι έπειτα, υπέφεραν από μια «στρατιωτικοποίηση της διπλωματίας τους». Αυτή τη στιγμή χρειαζόμαστε το ακριβώς αντίθετο. Σε έναν κόσμο από ασύμμετρες απειλές πρέπει να ακολουθήσουμε το εγχειρίδιο της παραδοσιακής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και να αφήσουμε τη διπλωματία να βγει μπροστά.

Δεύτερον, θα πρέπει να σκεφτούμε ξανά την έννοια της ισορροπίας δυνάμεων, γιατί πλέον δεν αφορά μόνο τα κράτη, αλλά και ομάδες ανθρώπων. Οπως μας έδειξε η Αραβική Ανοιξη, η παρουσία της πληροφορίας στο Διαδίκτυο σημαίνει πως, σε αντίθεση με παλαιότερα, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν συμμαχίες σε μικρά χωριά, σε κωμοπόλεις, ακόμη και σε χώρες όπως το Αφγανιστάν και το Πακιστάν.

Τρίτον, μπαίνουμε σε μια εποχή έλλειψης οικονομικών πόρων. Εκτός της ατομικής βόμβας, αυτή είναι η πιο επικίνδυνη απειλή για την ανθρωπότητα εδώ και δύο αιώνες. Αν ρίχνετε το φταίξιμο στην Ευρώπη για την οικονομική κρίση της Ελλάδας, καθήστε να ακούσετε ποιοι ευθύνονται για την ξηρασία, την πείνα και την αύξηση στις τιμές των τροφίμων. Αυτά δεν είναι απλώς «περιβαλλοντικά» ζητήματα. Είναι ζητήματα που άπτονται της δικαιοσύνης και της υπευθυνότητας, άρα απαιτούνται ισχυρότεροι τοπικοί και διεθνείς θεσμοί προκειμένου να αντιμετωπιστούν.

Τέλος, η Δύση θα πρέπει να ανακαλύψει ξανά τη χαρά της διεθνούς πολυμερούς δράσης και της μοιρασμένης κυριαρχίας. Αυτό μπορεί να είναι κακό όταν κανείς στην Ευρώπη δεν δέχεται να πληρώσει τα χρέη της Ελλάδας. Αλλά η πολυμερής δράση αποτελεί ένα κοινό πολιτικό «νόμισμα» απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας σε κάθε κράτος. Το πρόβλημα δεν είναι πως η Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλοι πολυμερείς οργανισμοί είναι ισχυροί, το πρόβλημα αντιθέτως είναι πως είναι πολύ ανίσχυροι. Οντως, τοπικοί θεσμοί στον αραβικό κόσμο, την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα και χρειάζονται επειγόντως να μεγαλώσουν.

Τους τελευταίους αιώνες υπάρχουν τρία συστήματα διεθνούς τάξης: οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία, ισορροπία δυνάμεων και μοιρασμένη κυριαρχία. Μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν, όπως έκαναν σε πολλά μέρη του κόσμου μετά το 1945. Ομως οι ΗΠΑ βρίσκονται, οικονομικά και στρατιωτικά, σε λάθος σημείο, ενώ αναδύονται νέες δυνάμεις όπως η Ινδία και η Κίνα. Η Ευρώπη, η οποία ενστερνίστηκε το δόγμα της μοιρασμένης κυριαρχίας, παλεύει να επιλύσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα.

Αρα, κανένας δεν κατέχει ηγετική θέση, ειδικά σε μια χρονική περίοδο όπου τα κράτη και οι λαοί είναι μπερδεμένα μεταξύ τους όσο ποτέ άλλοτε, και οι ιδέες, οι απόψεις, οι πληροφορίες, οι μετανάστες και τα προβλήματα μοιάζουν να πετάνε στον αέρα περνώντας τα σύνορα των χωρών.

Πριν από έναν αιώνα ο υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης Νόρμαν Αγκελ είχε υποστηρίξει στη «Μεγάλη Χίμαιρα» ότι η οικονομική ασφάλεια είναι αυτή που δίνει τα περιθώρια στρατιωτικών επεκτάσεων, όχι αντιστρόφως. Στην πραγματικότητα τίποτα από αυτά τα δύο δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως ένα πολιτικό όραμα. Και αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από τη δεκαετία που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου 2001.

Ο κ. David Μiliband είναι βουλευτής των Εργατικών και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας (2007-2010).


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ