Περίεργα του καιρού τα γυρίσµατα, και ο Αλέξης Τσίπρας (και, βέβαια, όχι µόνο αυτός) δυσκολεύεται να καταλάβει πώς το ΠΑΣΟΚ, ερήµην των «λοιπών δηµοκρατικών δυνάµεων», και µάλιστα µε τη συναίνεση της Νέας ∆ηµοκρατίας, φιλοτέχνησε και ψήφισε τον νέο νόµο για την τριτοβάθµια εκπαίδευση. Το πιθανότερο είναι, βέβαια, ότι υπεροψίαν, µέθην και οξείαν νεοφιλελευθερίτιδα θα είχεν η υπουργός. Περιεκτική ερµηνεία που συνδυάζει εµβριθή ψυχολογική παρατήρηση και οξύ πολιτικό αισθητήριο, που δεν λαµβάνει όµως καθόλου υπόψη της την πιθανότητα ο νέος νόµος – καλός ή κακός, µε τα φωτεινά του και τα σκοτεινά του – να είναι το νοµοτελειακό αποτέλεσµα µιας κατάστασης η οποία κρατούσε ψηλά τον δείκτη δυσφορίας, µέσα και έξω από το πανεπιστήµιο.

Τα «πλάνα αρχείου» είναι οικεία και ο υπογραφόµενος είχε την ευκαιρία να κάνει το σχετικό «σπικάζ» από το βήµα αυτής της εφηµερίδας µέσα στο άνυσµα της τελευταίας δεκαπενταετίας: πρωτοπαλίκαρα µε ιδιόρρυθµη αίσθηση προτεραιοτήτων που ζητούσαν µαταίωση ή συντόµευση των µαθηµάτων προκειµένου να κάνουν το αµφιθέατρο κοµµατικό βουλευτήριο, «ξύλινα» φερέφωνα απροκάλυπτου βολονταρισµού που εισέβαλλαν στις γενικές συνελεύσεις µε ετοιµοπαράδοτα κηρύγµατα επί παντός επιστητού, ηχορρύπανση µε µαξιµαλιστικά και «ληγµένα» συνθήµατα, δύσοσµη υποψία ψυχολογικής και φυσικής βίας, καθηγητές που ξόδευαν από το φιλότιµο υστέρηµά τους για να κάνουν αλλά και άλλοι που, σε τέτοιες συνθήκες, το έβρισκαν βολικό να µην κάνουν (σοβαρό) µάθηµα, εισηγητικές επιτροπές και εκλεκτορικά σώµατα µε αύξοντα εθισµό σε λοξές ή συνοπτικές διαδικασίες, γενική αίσθηση ρευστότητας του πλαισίου λειτουργίας και κώφευση, σπασµωδικές κινήσεις, αµηχανία ή προχειρότητα από τη µεριά του υπουργείου.

Ανεξάρτητα από το αφήγηµα της «µετα-ιδεολογικής» εποχής, τα τελευταία χρόνια ορισµένα πράγµατα ωρίµασαν και διαφοροποιήθηκαν δυνάµει της θυµοσοφίας που θέλει και τον παπά να βαριέται το πολύ το «Κύριε ελέησον», τουτέστιν, ακόµη και φανατικοί πολέµιοι του συντηρητικού πειθαρχισµού ή µπαρουτοκαπνισµένοι προοδευτικοί άρχισαν να ψελλίζουν, αν όχι να οµολογούν φανερά, ότι το γήπεδο είχε αλλάξει και η µπάλα είχε (περίπου) χαθεί.

∆εν είναι στις προθέσεις µου να προσθέσω στη συσσωρευµένη βιβλιογραφία τις προσωπικές µου απόψεις για τα επιµέρους υπέρ ή κατά του νέου νόµου. Θα θίξω, όµως, µε συντοµία ένα ζήτηµα το οποίο, κατά την αντίληψή µου, δεν υπόκειται ακριβώς σε νοµοθετική ρύθµιση αλλά έχει αυτονόητη, αν και όχι πάντα προφανή, σηµασία. Πρόκειται για το ζήτηµα της «ακαδηµαϊκής κοινότητας» – η οποία θα πρέπει κάποτε να αναρωτηθεί πώς ακριβώς αυτοπροσδιορίζεται: της αρκεί η αφιλόδοξη και δηµογραφική εκδοχή της ως αριθµητικού συνόλου των κατοίκων της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης ή προβληµατίζεται σχετικά µε το τι είναι αυτό που συγκροτεί το αριθµητικό σύνολο σε αυθεντική κοινότητα ; Ο προβληµατισµός αυτός µπορεί να ηχεί, ιδιαίτερα στις µέρες µας, µάλλον «ροµαντικός», επικαθορίζεται, ωστόσο, από συγκεκριµένες παραµέτρους που δεν είναι µόνο τα αυτονόητα της έρευνας, της διδασκαλίας και της διάδοσης της γνώσης αλλά και η παράδοση που δηµιουργείται από το ακαδηµαϊκό ήθος – παράδοση η οποία, σε πανεπιστηµιακά ιδρύµατα µε ιστορικό βάθος, επιβάλλει εθιµικούς κανόνες και γνώµονες δράσης ακόµη και στις πιο αναγνωρίσιµες «βεντέτες» του χώρου, στρογγυλεύει τις πιο αιχµηρές γωνίες των αναπόφευκτων αντιζηλιών, οριοθετεί µε σαφήνεια τις γραµµές οικειότητας και σεβασµού µέσα στην ιεραρχία και ανάµεσα σε διδάσκοντες και διδασκοµένους, διατηρεί, όπου χρειάζεται, έναν κεντροµόλο φορµαλισµό συµπεριφοράς και καθιστά σχεδόν αδιανόητη τη διατάραξη του κοινού χωροχρόνου. Οι υπαρκτοί θύλακοι ατοµικού φιλότιµου και ακαδηµαϊκής αριστείας απαλύνουν αλλά δεν µπορούν να αντισταθµίσουν το έλλειµµα που εµφανίζει από αυτήν την άποψη η ακαδηµαϊκή µας κοινότητα. Αλλά αν για το πρόβληµα αυτό η µισή ντροπή είναι της ίδιας της ακαδηµαϊκής κοινότητας, η άλλη µισή ανήκει στην πολιτική τάξη, όχι µόνο επειδή αυτή φρόντισε συστηµατικά να αποικίσει τον ακαδηµαϊκό χώρο µε τις πιο αγοραίες, κάποτε, εκδοχές κοµµατικής κουλτούρας αλλά κυρίως επειδή απέτυχε να κάνει αυτό που σταθερά υποσχόταν η ρητορική της, δηλαδή να δει την Παιδεία ως πραγµατικά ζήτηµα πρώτης προτεραιότητας και ως πολύτιµη επένδυση για το µέλλον της χώρας. Γι’ αυτό ο νέος νόµος για την τριτοβάθµια εκπαίδευση προσκρούει σήµερα όχι µόνο σε κατεστηµένα συµφέροντα ή τεκµηριωµένες ενστάσεις αλλά και σε ένα σύνδροµο δικαιολογηµένης δυσπιστίας.

Και µια και µιλάµε για δυσπιστία, ένα δύσπιστο ερώτηµα: Οι πρόσφατοι «εορτασµοί» για τη συναινετική ψήφιση του νέου νόµου από κυβέρνηση και µείζονα αντιπολίτευση ήταν τεκµήριο γνήσιου ενδιαφέροντος για το πανεπιστήµιο καθ’ εαυτό ή µήπως, στο φόντο της οικονοµικής κρίσης και µε αφορµή το δύσµοιρο πανεπιστήµιο, οι µεν βρήκαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τη µοναδική, ως φαίνεται, επιτυχία τους, οι δε να αποδείξουν ότι δεν πάσχουν από την αντιπολιτευτική νόσο τού «όχι σε όλα»;

Αλλά όποια και αν είναι η αλήθεια, η διόρθωση του ελλείµµατος που λέγαµε, όπως και η τήρηση του Συντάγµατος, επαφίεται τελικά σε έναν «ακαδηµαϊκό πατριωτισµό» που δεν µπορεί να ορίσει, να περιγράψει ή να επιβάλει κανένας νόµος.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τµήµατος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ