Επανέρχοµαι στην υπόσχεση της περασµένης Κυριακής, προκειµένου να διαγνωστεί µε κάποια ακρίβεια η καβαφική τέχνη (θα τολµούσα να πω: µηχανή) που εφαρµόζει γενικότερα στα αρχαιόµυθα και αρχαιόθεµα ποιήµατα, και ειδικότερα στα ιλιαδικά, για τα οποία έγινε ήδη λόγος στα δύο προηγούµενα µονοτονικά. Θυµίζω ότι ο κατάλογος µυθολογικών καβαφικών ποιηµάτων περιέχει, εκτός από τα τέσσερα ιλιαδικά (την «Πριάµου Νυκτοπορία», «Τα Αλογα του Αχιλλέως», την «Κηδεία του Σαρπηδόνος» και τους «Τρώες»), και άλλα οκτώ:

∆ύο οδυσσειακά (τη «∆ευτέρα Οδύσσεια» και την «Ιθάκη»)· δύο αισχυλικά (τη «Ναυµαχία» και το «Oταν ο φύλαξ είδε το φως»)· δύο σοφόκλεια (τον «Οιδίποδα» και το «Τα δ’ άλλα εν Αδου τοις κάτω µυθήσοµαι»)· ανά ένα από την ευρύτερη επική παράδοση (τη «∆ιακοπή» και την «Απιστία»). Σύνολο δώδεκα ποιήµατα, που διασπείρονται στον Κανόνα, στα Ανέκδοτα και στα Αποκηρυγµένα, καλύπτοντας µια κρίσιµη εικοσαετία (από το 1893 έως το 1913), οπότε και αποσύρονται από το ποιητικό προσκήνιο, παραχωρώντας τη θέση τους στα ιστορικά και ψευδοϊστορικά ποιήµατα.

Το πρώτο, και πρόχειρο, ερώτηµα που τίθεται στην προκειµένη περίπτωση είναι πώς προσλαµβάνονται τα µυθολογικά αυτά ποιήµατα από τον αναγνώστη: αν διεκδικούν ποιητική αυτονοµία και αυτοτέλεια· ή θεωρούνται εξαρχής ετερόνοµα, εξαρτηµένα δηλαδή από το αρχαϊκό τους πρότυπο, δίχως τη γνώση του οποίου παραµένουν, ενµέρει τουλάχιστον, δυσνόητα ή και ακατανόητα. Η προσωπική µου γνώµη αποκλίνει προς την εκδοχή της αυτοτέλειας, η οποία κατορθώνεται µε τη µέθοδο της ευρηµατικής ενσωµάτωσης και µεταστοιχείωσης του µυθολογικού τους προτύπου.

Ετσι φτάσαµε στα δύο κλειδιά που υπόσχεται ο τίτλος του µονοτονικού. Το ένα είναι µάλλον µεθοδολογικό και εργαλειακό· το άλλο παραγωγικό και λειτουργικό. Τρίγλυφο το πρώτο, δίγλυφο το δεύτερο. Θα προσπαθήσω µε οριακή συντοµία να εξηγήσω περί τίνος πρόκειται, µολονότι κάποιος προσδιορισµός δοκιµάστηκε ήδη σε προηγούµενα οµόθεµα µελετήµατά µου. Και τα δύο πάντως κλειδιά επιβεβαιώνουν και επικυρώνουν, πιστεύω, τη δηµοσιευµένη υπόθεση του 1983 ότι ο Καβάφης υπήρξε κατά βάση αναγνώστης ποιητής, που εξελίχθηκε σε ποιητή αναγνώστη.

Η ανάγνωση εξάλλου αποτελεί τη διάµεση γλυφή στο τρίγλυφο κλειδί «γραφή-ανάγνωση-γραφή», το οποίο εφαρµόζεται στην προκειµένη περίπτωση δύο φορές: µία φορά από τον ποιητή, προκειµένου να συντάξει το σκοπούµενο ποίηµα, και µία από τον αναγνώστη, για να το προσλάβει. Στην πραγµατικότητα πρόκειται για δυναµική, όπως έγραφα τις προάλλες, συνάντηση (ενίοτε και σύγκρουση), ανάµεσα σε ένα γραµµένο και σε ένα άγραφο ακόµη ποίηµα. Το οποίο παράγεται και προάγεται σε δεύτερη γραφή ως µεταγραφή µιας πρότυπης γραφής, που την επιλέγει, την υποδέχεται και, λαθραία έστω, την ανταγωνίζεται ο ποιητής. Αντίστοιχα συµπεριφέρεται µετά και ο εξωτερικός αναγνώστης: διαβάζει συντελεσµένο το γραµµένο καβαφικό ποίηµα, για να καταλήξει ενδεχοµένως σε τρίτη δική του γραφή. Ετσι εξάλλου προέκυψαν και προκύπτουν τα αναρίθµητα καβαφογενή πονήµατα.

Το δεύτερο (παραγωγικό και συνάµα λειτουργικό) κλειδί έχει να κάνει µε την επιλογή του Καβάφη να υποδηλώνει κάθε φορά στα µυθολογικά του ποιήµατα το διαθέσιµο απόθεµά τους. Το οποίο στην περίπτωση των τεσσάρων ιλιαδικών ποιηµάτων είναι κάποιες κρίσιµες σκηνές της Ιλιάδας, φορτισµένες µε ενδιάθετο δυναµικό, πρόσφορο για τροπές και µετατροπές, στο όριο κάποτε των ανατροπών.

Θα περιοριστώ σε ένα µόνον αποδεικτικό παράδειγµα: στην πρώιµη «Πριάµου Νυκτοπορία», που το απόθεµά της αντλείται από τα δρώµενα της εικοστής τέταρτης ιλιαδικής ραψωδίας. Θέµα της η επιστροφή (που πάει να πει: ο νεκρώσιµος νόστος)

έναντι λύτρων του νεκρού Εκτορα στο κάστρο της Τροίας. Σύµφωνα µε αµετάκλητη απόφαση των ολυµπίων θεών, την οποία αποδέχεται, µε τη διαµεσολάβηση της Θέτιδας, και ο Αχιλλέας, κορεσµένος από την εκδικητική εµπάθειά του για τον φόνο του Πατρόκλου, έτοιµος για κάποιου είδους πένθιµη συµπάθεια. Ριψοκίνδυνη αποστολή, η οποία ανατίθεται στον Πρίαµο (σπαραγµένον µε τον άγριο φόνο του γιου του) και τελικώς ευοδώνεται, µε διασφάλιση όµως του σεβάσµιου γέροντα από τον ∆ία, µέσω του εφηβικού συνοδίτη Ερµή.

Στην καβαφική εντούτοις µεταγραφή ιδιοφυώς δραµατοποείται µόνον η εφάρµατη, µοναχική και ανασφάλιστη εδώ έξοδος και πορεία του Πριάµου. Η έκβαση της οποίας παραµένει µετέωρη, αφήνοντας µετέωρο και το ποίηµα, που καταλήγει και αυτό ατερµάτιστο. Με τον Πρίαµο έµµονα προσηλωµένο στο άρµα του, να τρέχει ακάθεκτο µέσα στο απειλητικό σκοτάδι της νύχτας. Ετσι η νυκτερινή έξοδος του Πριάµου τρέπεται σε αγώνα και αγωνία οριακής αβεβαιότητας. Συναίσθηση που ενυπάρχει και στο οµηρικό κείµενο ως ενδιάθετο δυναµικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ