Εν µέσω µιας πληθώρας θεωριών συνωµοσίας σχετικά µε την 11η Σεπτεµβρίου, δεν έχω δει ακόµη καµία που να θέλει τον Οσάµα µπιν Λάντεν να είναι πράκτορας των Κινέζων. Και όµως αντικειµενικά, σύντροφοι – όπως συνήθιζαν να λένε οι κοµµουνιστές –, κάποιος θα µπορούσε να υποστηρίξει ότι η Κίνα ήταν αυτή που επωφελήθηκε περισσότερο από τη δεκαετή αντίδραση της Αµερικής στις ισλαµιστικές µαχαιριές στην καρδιά της.

Ας το θέσουµε έτσι: όταν γραφτούν τα επετειακά άρθρα για την 11η Σεπτεµβρίου 2031, οι πολιτικοί σχολιαστές θα θεωρήσουν τον 30ετή πόλεµο εναντίον της ισλαµικής τροµοκρατίας, µέγεθος συγκρίσιµο µε τον Ψυχρό Πόλεµο, ως το πλέον καθοριστικό χαρακτηριστικό της παγκόσµιας πολιτικής µετά το 2001; Νοµίζω πως όχι. Το πιθανότερο είναι ότι θα θεωρήσουν πως αυτή η µακρόχρονη περίοδος ορίζεται από την ιστορική µετατόπιση από τη ∆ύση στην Ανατολή, µε µια ισχυρότερη Κίνα και µια λιγότερο ισχυρή Αµερική, µια ισχυρότερη Ινδία και µια πιο αδύναµη Ευρωπαϊκή Ενωση.

Οπως επισηµαίνει ο ιστορικός Ιαν Μόρις στο βιβλίο του «Γιατί η ∆ύση κυβερνά – προς το παρόν», αυτή η γεωπολιτική στροφή θα συµβεί στο ευρύτερο πλαίσιο ενός πρωτοφανούς ρυθµού τεχνολογικής ανάπτυξης, αλλά και µιας άνευ προηγουµένου συγκέντρωσης παγκόσµιων προκλήσεων.

Φυσικά, αυτή είναι µόνο µια ιστορικά εµπεριστατωµένη εικασία. Αν όµως τα πράγµατα εξελιχθούν προς αυτή την κατεύθυνση (ή σε µια άλλη κατεύθυνση που να µη σχετίζεται µε το Ισλάµ), η δεκαετία µετά την 11η Σεπτεµβρίου στην αµερικανική εξωτερική πολιτική θα µοιάζει περισσότερο µε παράκαµψη παρά µε τον κύριο ρου της Ιστορίας. Επιπροσθέτως, αν η Αραβική Ανοιξη εκπληρώσει τις υποσχέσεις της, οι τροµοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη και στο Λονδίνο θα µοιάζουν περισσότερο από ποτέ µε χτυπήµατα του παρελθόντος. Ακόµη και αν η Αραβική Ανοιξη εξασθενήσει σε έναν ισλαµιστικό «χειµώνα» και η γειτονική Ευρώπη ως αποτέλεσµα αντιµετωπίσει πολλαπλές απειλές, αυτό και πάλι δεν σηµαίνει ότι η µάχη µε έναν ανελεύθερο και βίαιο ισλαµισµό θα είναι το στοιχείο που θα καθορίσει τις επόµενες δεκαετίες.

Οι επιθέσεις έγιναν και οι ΗΠΑ δεν µπορούσαν παρά να απαντήσουν. ∆έκα χρόνια µετά µπορούµε να πούµε ότι η απειλή από την Αλ Κάιντα έχει µειωθεί σηµαντικά. Αυτό αποτελεί επίτευγµα – όµως µε ποιο κόστος.

Η Αµερική έδωσε δύο σηµαντικούς πολέµους, έναν λόγω αναγκαιότητας, στο Αφγανιστάν, και έναν από επιλογή, στο Ιράκ.

Μια µεγάλη έρευνα για το κόστος του πολέµου από το Πανεπιστήµιο Μπράουν δείχνει ότι σε αυτά τα δέκα χρόνια περισσότεροι από 2,2 εκατοµµύρια Αµερικανοί πήγαν στον πόλεµο και περισσότεροι από 1 εκατοµµύριο επέστρεψαν ως βετεράνοι. Εκτιµά ότι τα µακροπρόθεσµα οικονοµικά κόστη ως αποτέλεσµα των πολέµων στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στο Πακιστάν και σε άλλα θέατρα αντιτροµοκρατικής δράσης ανέρχονται συνολικά µεταξύ 3,2 και 4 τρισ. δολαρίων. Σύµφωνα µε τις αναµενόµενες µελλοντικές ενέργειες, αυτό το ποσό αναµένεται να αυξηθεί σε 4,4 τρισ. δολάρια.

Πάνω απ’ όλα όµως, το πραγµατικό κόστος είναι αυτό που οι οικονοµολόγοι αποκαλούν κόστος ευκαιριών. Αν θέλει κανείς να κατανοήσει µια χώρα, πρέπει να ρωτήσει ποιοι είναι οι ήρωές της. Σε αυτή τη δεκαετία οι ΗΠΑ είχαν δύο τύπους ηρώων. Ο ένας είναι εκείνος του νεωτεριστή-επιχειρηµατία, όπως ο Στιβ Τζοµπς και ο Μπιλ Γκέιτς. Ο άλλος είναι εκείνος του πολεµιστή: πεζοναύτες, στρατιώτες των ειδικών δυνάµεων, πυροσβέστες, ο κάθε πατριώτης µε στολή.

Οταν ακούει κανείς µεµονωµένες ιστορίες γενναιότητας Αµερικανών µε στολή, είναι απίστευτες, παρέχουν έµπνευση και δηµιουργούν αισθήµατα ταπεινότητας. Αυτό πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα σε αυτή την επέτειο. Ωστόσο αναρωτιέµαι τι είδους δουλειές θα βρουν – αν βρουν – αυτοί οι γενναίοι άνδρες και γυναίκες όταν επιστρέψουν. Τι είδους σπίτια, ζωές, σχολεία για τα παιδιά τους. Οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ίδιο αναρωτιούνται και πολλοί ακόµη Αµερικανοί. Οι προτεραιότητές τους τώρα βρίσκονται στην πατρίδα.

Αυτό που είπε ο πρόεδρος Μπαράκ Οµπάµα στο Κογκρέσο για τη δηµιουργία θέσεων εργασίας, την παροχή 450 δισ. δολαρίων για την τόνωση της αγοράς εργασίας, είναι πιο σηµαντικό και από τον πιο ευφραδή λόγο που µπορεί να εκφωνήσει στις 11 Σεπτεµβρίου στον Εθνικό Καθεδρικό Ναό της Ουάσιγκτον. Τιµή και δόξα σε εκείνους που πολέµησαν, όµως οι ήρωες τους οποίους χρειάζεται η Αµερική είναι εκείνοι που µπορούν να δηµιουργήσουν θέσεις εργασίας.

O κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ