Λίγο προτού αρχίσει το εφετινό καλοκαίρι, πολλοί στις διεθνείς αγορές πίστευαν ότι ως το φθινόπωρο θα είχε αλλάξει ο κόσμος. Μερικοί αναρωτιούνταν αν θα έβρισκαν το ευρώ να κυκλοφορεί ακόμη, αρκετοί αμφέβαλλαν αν η Ελλάδα θα εξακολουθούσε να ανήκει σε αυτό, και ακόμη περισσότεροι περίμεναν ότι Ισπανία και Ιταλία θα είχαν μπει στον χορό της κρίσης.

Γυρνώντας από τις διακοπές τους και βλέποντας ότι καμία από τις τρεις μοιραίες προβλέψεις δεν έχει πραγματοποιηθεί, έχουν ξεκινήσει έναν νέο κύκλων κακών σεναρίων για να τις επαναφέρουν στο προσκήνιο και η αγαπημένη τους φράση είναι ότι «δεν συζητούν το εάν, αλλά το πότε».

Για την Ελλάδα αναπαράγεται η ανάλυση ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν» για το έλλειμμα και τις πληρωμές, ξεχνώντας βολικά ότι η ύφεση έχει επιφέρει μια αθροιστική καθίζηση στην ελληνική οικονομία την τελευταία τριετία που φτάνει το -12% και έχει από μόνη της πολλαπλασιάσει την επιβάρυνση του χρέους. Αν όμως αντί για ύφεση είχαμε έστω και μηδενική ανάπτυξη, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυτομάτως θα ήταν 18 μονάδες χαμηλότερο, όσο περίπου δηλαδή και η ανακούφιση που θα επέλθει αν λειτουργήσει με ακρίβεια η συμμετοχή των τραπεζών στην αναδιάρθρωση του Ιουλίου.
Aυτή είναι η πρώτη και μεγαλύτερη πρόκληση για τη χώρα σήμερα και μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ταχεία και αποτελεσματική απορρόφηση των 15 δισ. ευρώ του πακέτου Μπαρόζο και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που τα τελευταία τρία χρόνια έχουν πλήρως εγκαταλειφθεί.
Η δεύτερη δοκιμασία θα είναι το φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα μετά την απίστευτη σύγχυση που προκαλεί η διαφορετική επιβολή ΦΠΑ ανάλογα με το σημείο πώλησης του προϊόντος και η αδυναμία εντοπισμού και φορολόγησης όσων διαφεύγουν. Το σύστημα πρέπει πάνω από όλα να απλοποιηθεί και μετά να δουλέψει, αλλιώς θα υπάρξουν και στο μέλλον οι ίδιες δυσάρεστες εκπλήξεις στη συλλογή κρατικών εσόδων και θα πολλαπλασιαστεί η αίσθηση αδικίας σε όσους πληρώνουν και ξαναπληρώνουν.

Η επίτευξη του ελλείμματος πρέπει να γίνει και με μια συμμετρική περικοπή δημοσίων δαπανών, ένας τομέας όπου επίσης δεν υπήρξαν σημαντικά αποτελέσματα. Η καλύτερη επιλογή που υπάρχει τη στιγμή αυτή είναι η Ελλάδα να υιοθετήσει τον συνταγματικό περιορισμό του ελλείμματος όπως ακριβώς έκανε και η Ισπανία πριν από λίγο καιρό.

Η τρίτη δοκιμασία αφορά την ευρωζώνη, όπου η ΕΚΤ πρέπει να πάρει απόφαση ότι η νομισματική αυστηρότητα πρέπει για λίγο να ξαποστάσει για να αντιμετωπιστεί η ύφεση και να εμφανιστεί αργότερα. Οι αγορές πρέπει να δουν ότι οι δυνάμεις που τυχόν θα χρειαστούν για μελλοντικές αγορές ομολόγων ευρωπαϊκών κρατών είναι ανεξάντλητες, και μόνο τότε θα εγκαταλείψουν τα σενάρια που τώρα κυνηγούν ξανά.

* Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.