Οι μεγάλοι οικονομολόγοι του παρελθόντος (Σμιθ, Μαρξ, Κέυνς, Σουμπέτερ) προέβλεπαν τη στασιμότητα και εν τέλει την κατάρρευση του καπιταλισμού. Ο Σουμπέτερ έθεσε το ζήτημα με τον πλέον ευθύ τρόπο: «μπορεί να επιβιώσει ο καπιταλισμός;» και στην απάντησή του ήταν κατηγορηματικός: «όχι, δεν νομίζω ότι μπορεί». Γνωρίζουμε από την οικονομική ιστορία, ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη είναι, καθώς περιοδικά ανακόπτεται από κρίσεις κερδοφορίας που μοιάζουν με καρδιακές αρρυθμίες και ενίοτε ανακοπές. Ωστόσο, στη διάρκεια της κρίσης τίθενται σε λειτουργία οι «καθαρτικοί μηχανισμοί» του συστήματος που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων καινοτομίες μεγάλης κλίμακας και μειώσεις μισθών που αποκαθιστούν την κερδοφορία που απαιτείται για ένα νέο ανοδικό κύμα ανάπτυξης.

Ο καπιταλισμός εύκολα ή δύσκολα ξεπερνούσε τις μεγάλες κρίσεις του (1815-1845, 1873-1896, 1920-1940, 1970-1980) και η οικονομική άνθηση που ακολουθούσε είχε το δικό της αποτύπωμα. Π.χ. στην κρίση του 1930, η τόνωση της ζήτησης μέσω της κρατικής παρέμβασης, οι καινοτομίες (σε προϊόντα, διαδικασίες παραγωγής και θεσμούς) έθεσαν τις βάσεις για τη μεταπολεμική «χρυσή εποχή συσσώρευσης» που διήρκεσε μέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η κρίση κερδοφορίας που ακολούθησε (1970-1980) εκδηλώθηκε αρχικά ως νομισματική και αργότερα ως ενεργειακή, δεν είχε όμως τις οδυνηρές συνέπειες της κρίσης του 1930, χάρη στις κρατικές πολιτικές απασχόλησης και αύξησης της ζήτησης. Ωστόσο τη δεκαετία του 1980 έγινε φανερό ότι η λειτουργία του κράτους απορροφούσε μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλεονάσματος περιορίζοντας έτσι τις επενδύσεις και επιδεινώνοντας την ούτως ή άλλως φθίνουσα κερδοφορία της ιδιωτικής οικονομίας.

Η ιδεολογία τού νεοφιλελευθερισμού που εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω περιορισμού του κράτους (όχι όμως και των δαπανών του) και των παρεμβάσεών του και ενίοτε μέσω ιδιωτικοποιήσεων αποσκοπούσε στην αύξηση της κερδοφορίας. Επομένως, η οικονομική άνθηση προήλθε όχι τόσο από μεγάλες καινοτομίες (που κατέστρεφαν περισσότερες θέσεις απασχόλησης από όσες δημιουργούσαν), αλλά κυρίως από την αποξήλωση αυτού που λέγεται κράτος πρόνοιας, τη μείωση του επιτοκίου και την καθήλωση των μισθών. Πολλοί βιάστηκαν και μίλησαν για τον θρίαμβο του καπιταλισμού, τη «νέα χρυσή εποχή συσσώρευσης», τη «νέα οικονομία» απρόσβλητης από κρίσεις, χάρη στην εξέλιξη της πληροφορικής και άλλα παρόμοια, η κερδοφορία, όμως, παρότι αυξημένη εντούτοις παρέμενε σημαντικά χαμηλότερη (στο 1/2 περίπου) της δεκαετίας του 1960.

Κάποιος θα ανέμενε ότι και η σημερινή κρίση θα «κάνει τον κύκλο της» και θα ακολουθήσει η άνθηση. Ωστόσο, η σημερινή χαμηλή κερδοφορία ακόμη και αν αυξηθεί δεν αναμένεται να ξεπεράσει αυτή της «νέας χρυσής εποχής συσσώρευσης», δεδομένου ότι ούτε οι φόροι επί των κερδών, αλλά ούτε και το επιτόκιο μπορούν να μειωθούν αισθητά, ενώ οι μισθοί ήδη κυμαίνονται στα όρια της επιβίωσης. Συνεπώς, αν δεχτούμε ότι η πτωτική κερδοφορία που προέβλεψε ο Μαρξ ως μακροχρόνια τάση του καπιταλισμού βρίσκεται σε ισχύ, τότε είναι βέβαιο ότι η επενδυτική δραστηριότητα δεν θα μπορεί να δημιουργήσει την απασχόληση και τα εισοδήματα που απαιτούνται για την κοινωνική συνοχή. Η κοινωνία των 2/3 της «νέας χρυσής εποχής συσσώρευσης» φαίνεται ότι θα αποτελέσει το άπιαστο όνειρο των οικονομικών πολιτικών του μέλλοντος. Επομένως από τον Μαρξ περνάμε στον Σουμπέτερ που γι’ αυτόν η κατάρρευση του καπιταλισμού θα προέλθει από τον οικονομικό καταποντισμό των «φυσικών υποστηρικτών του», δηλαδή όσων απαρτίζουν τη μεσαία τάξη (αγρότες, επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες) και στην αυξανόμενη αμφισβήτησή του από τους διανοούμενους και ιδιαίτερα τους νέους (κυρίως τους φοιτητές), που δεν έχουν τίποτε να χάσουν.

Με τα ανωτέρω, δεν υποστηρίζω, κατ’ ανάγκη, την κατάρρευση του καπιταλισμού, προβλέπω όμως ότι αν συνεχίσει να υπάρχει θα είναι πολύ διαφορετικός. Δύο είναι οι πιο πιθανές του εκδοχές: (α) αυτή που βρίσκεται ήδη υπό διαμόρφωση και αναπόφευκτα καταλήγει σε αυταρχικές λύσεις, σε μια προσπάθεια συγκράτησης των ανειρήνευτων αντιθέσεων και οδηγούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις που γρήγορα ξεπερνούν τα εθνικά όρια, (β) τη χαλιναγώγηση των δυνάμεων της αγοράς και τη διοχέτευση της δυναμικής τους σε κοινωνικά επιθυμητές κατευθύνσεις. «Μπορεί να λειτουργήσει ο σοσιαλισμός;» αναρωτήθηκε ο Σουμπέτερ και η απάντησή του ήταν «ασφαλώς και μπορεί».

*Ο κ. Λευτέρης Τσουλφίδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας