Την Παρασκευή βρέθηκαν δύο αριθμοί που έκαναν οποιονδήποτε στην Ουάσινγκτον να αναρωτιέται: «Θεέ μου, τί κάναμε;»

Ο ένας από αυτούς τους αριθμούς ήταν το μηδέν, ο αριθμός των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν τον Αύγουστο. Ο άλλος ήταν το δύο, το ποσοστό του επιτοκίου για τα αμερικανικά ομόλογα δεκαετίας, χαμηλότερο από ποτέ άλλοτε. Μαζί, οι δύο αριθμοί αυτοί φωνάζουν το μέγεθος της ανησυχίας των αμερικανών πολιτικών για την οικονομική κατάσταση της χώρας, και το βαθμό της ζημιάς που προκάλεσαν.

Από τη στιγμή που πέρασε η κρίσιμη φάση της οικονομίας, οι πολιτικές συζητήσεις στην Ουάσινγκτον δεν περιστρέφονται γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας, που πάνω σε αυτό βασίζονται οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και βασίζεται το μέλλον της χώρας, αλλά επικεντρώνονται στους υποτιθέμενους κινδύνους που ενδέχεται να επιφέρει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που επικαλούνται ειδικοί και τα μέσα ενημέρωσης είναι η απομάκρυνση των επενδυτών από την οικονομία και τα σχέδια ανάκαμψης της χώρας. Αυτό υποστήριζε ότι θα συμβεί και η εφημερίδα Wall Street Journal, μιας και τα επικά ποσά που έτεινε να ξοδεύει ο Ομπάμα επρόκειτο να εκτινάξουν τα επιτόκια. Την περίοδο εκείνη το επιτόκιο ήταν 3,7%, ενώ την Παρασκευή έπεσε στο 2%.

Το να αποσιωπήσουμε κάθε ανησυχία για την μακροπρόθεσμη εικόνα του κρατικού προϋπολογισμού θα ήταν λάθος, καθώς οι οικονομικές προοπτικές για τα επόμενα 20 χρόνια είναι απογοητευτικές, σε μεγάλο βαθμό λόγω της αύξησης των δαπανών για την υγεία. Όμως, τα τελευταία δυο χρόνια έχουν αποδείξει περίτρανα ότι το έλλειμμα που αντιμετωπίζουμε τώρα δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απειλή. Και με την εμμονή της σε μια απειλή-φάντασμα, η Ουάσινγκτον είναι αυτή που δημιούργησε το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή την ανεργία που κατατρώγει τα ήδη σαθρά θεμέλια του κράτους.

Η εμμονή με το έλλειμμα οδήγησε στην ματαίωση ενός δεύτερου γύρου μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης, ο οποίος ήταν και αναγκαίος, και πλέον βιώνουμε μια de facto κατάσταση λιτότητας. Οι πολιτειακές ή και οι τοπικές κυβερνήσεις από τη στιγμή που υφίστανται περικοπές, με τη σειρά τους έκαναν περικοπές σε προγράμματα και απέλυσαν πολλούς εργαζόμενους, κυρίως δασκάλους.

Εν τω μεταξύ, ο ιδιωτικός τομέας δεν ανταποκρίθηκε ξεκινώντας τις προσλήψεις. Και η πιο κοινή απάντηση θα ήταν δεξιού τύπου, ότι δηλαδή οι επιχειρήσεις γίνονται τόσο συγκρατημένες λόγω του φόβου για αλλαγή της νομοθεσίας και για επιβολή υψηλότερων φόρων. Αντίθετα, πολυάριθμες έρευνες έχουν αποδείξει ότι το ανυπόφορο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, δεν είναι άλλο από την έλλειψη ζήτησης, την οποία επιδεινώνουν οι κρατικές περικοπές.

Ελάχιστες μικροεπιχειρήσεις έχουν αναφέρει την αύξηση της φορολογίας ανάμεσα στους παράγοντες που τις πλήττουν, ενώ καμία δεν ανέφερε την νομοθεσία. Εντούτοις, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι τα επίπεδα των κερδών ύστερα από τη συγκέντρωση των φόρων που δημιουργεί το εθνικό εισόδημα βρίσκονται στα ύψη.

Επομένως το βραχύχρονο έλλειμμα δεν αποτελεί πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η έλλειψη της ζήτησης, που επιδεινώνεται σοβαρά με τις περικοπές. Και έχει έρθει πλέον η ώρα να αλλάξει η πολιτική.

Όσον αφορά την ομιλία του Ομπάμα σχετικά με την οικονομία, θα πρέπει να βασίζεται σε τρία ερωτήματα. Πώς θα δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας; Πού θα συμφωνούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι; Τί θα έπρεπε να προτείνει ο πρόεδρος;

Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι ότι θα πρέπει να αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό οι δαπάνες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, υπό το πρίσμα επιδιόρθωσης και αναβάθμισης των κρατικών υποδομών. Και βέβαια μεγαλύτερες παροχές προς τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις για να σταματήσουν τις απολύσεις.

Με ευκολία μπορούμε να απαντήσουμε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα συμφωνήσουν σε τίποτα. Θα εναντιωθούν στον Ομπάμα οτιδήποτε κι αν προτείνει. Ιδίως αν προτείνει μέτρα που όντως θα ωφελήσουν την οικονομία, μιας και η επικράτηση της ανεργίας τους προσφέρει μεγάλο πολιτικό όφελος.

Και από αυτήν την πραγματικότητα δίνεται η απάντηση και στην τρίτη ερώτηση, δηλαδή τί θα πρέπει να προτείνει ο πρόεδρος. Δύσκολη ερώτηση, καθώς ό,τι κι αν προτείνει δεν πρόκειται να εφαρμοστεί άμεσα. Και παρά τη δόση φανφάρας η ομιλία του κ. Ομπάμα αναμένεται να είναι γεμάτη ασθενικές προτάσεις. Αυτό που χρειάζεται περισσότερο να κάνει τώρα, είναι να αλλάξει την κατεύθυνση της συζήτησης, να κάνει την Ουάσινγκτον να συζητά για τον τομέα της εργασίας και για το πώς μπορεί να βοηθήσει η κυβέρνηση τη δημιουργία νέων θέσεων.

Για το καλό του έθνους, και ιδιαίτερα για τους εκατομμύρια άνεργους Αμερικανούς, που έχουν ελάχιστες ελπίδες να βρουν κάποια δουλειά, ελπίζω να το κατορθώσει.