Ενας από τους λίγους σοφούς πολιτικούς που έχουν περάσει από αυτή τη χώρα, ο Δημήτρης Κουλουριάνος, αναφερόμενος στις τεράστιες δυσκολίες του κεντρικού προγραμματισμού της οικονομίας, εξηγούσε κάποτε στους οικονομικούς συντάκτες, του γράφοντος περιλαμβανομένου, πόσο δύσκολο είναι να προβλέψει κανείς τις μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αυξάνεις τις θέσεις χειρουργών, για παράδειγμα, και όταν βγουν στην αγορά έπειτα από επτά χρόνια ανακαλύπτεις ότι χρειάζεσαι τεχνικούς ιατρικών μηχανημάτων γιατί η τεχνολογία έχει φέρει τα πάνω κάτω στην ιατρική.

Το ίδιο ισχύει σήμερα και για τα περίφημα «πληθυσμιακά κριτήρια», την καινούργια καραμέλα κατά του… νεοφιλελευθερισμού. Πόσα ταξί, για παράδειγμα, χρειάζονται ανά 1.000 πολίτες; Οποιος πει ότι ξέρει κοροϊδεύει τον εαυτό του. Με τι κόμιστρο το υπολογίζει; Αλλη η ζήτηση με 5 ευρώ το χιλιόμετρο και άλλη με 10. Και θα είναι ενιαίο το κόμιστρο ή θα μπορείς με ραντεβού- όπως σε πολλές χώρες στο εξωτερικό- να το προσυμφωνείς; Και άλλη η ζήτηση πριν από την κατασκευή του «Μετρό», άλλη μετά. Για να μη μιλήσουμε για την οικονομική συγκυρία. Πριν από δύο χρόνια δεν έβρισκες ταξί ούτε για δείγμα και σήμερα κάνουν ουρές ακόμη και στις ώρες αιχμής. Οσο για τα νησιά, τον χειμώνα τα ταξί κάθονται, αλλά το καλοκαίρι δουλεύουν σε 24ωρη βάση.

Και δεν είναι μόνο τα ταξί. Το ίδιο ισχύει και για τα φαρμακεία. Αλλος αριθμός είναι αναγκαίος με ελεύθερο ωράριο και άλλος, π.χ., το Σαββατοκύριακο όταν σε ποσοστό 90% παραμένουν κλειστά. Στην πραγματικότητα, στις ελεύθερες, καπιταλιστικές ή όπως αλλιώς θέλουμε να τις πούμε οικονομίες έχουμε κάνει μια παραδοχή: ότι η αγορά θα κάνει αυτές τις επιλογές. Και αυτό γιατί ιστορικά έχει φανεί ότι το κάνει πολύ καλύτερα από το κράτος- η οικονομία δηλαδή γίνεται πολύ πιο ανταγωνιστική και παράγει περισσότερο πλούτο.

Προφανώς υπάρχουν και πολλά άλλα θέματα που υπερβαίνουν τις αγορές και αφορούν άμεσα την πολιτική: η κατανομή αυτού του πλούτου, αλλά και το κοινωνικό κόστος που δημιουργείται, π.χ., όταν ένα επάγγελμα φθίνει και προκαλείται ανεργία. Στον πυρήνα της ωστόσο αυτή είναι η κεντρική αντιπαράθεση της κυβέρνησης με την τρόικα. Η εμμονή τους για τις περίφημες διαρθρωτικές αλλαγές, το άνοιγμα δηλαδή της οικονομίας στην αγορά, και η δική μας αδυναμία να τις προωθήσουμε.

Σε έναν βαθμό οφείλεται και στην ύφεση που πολλαπλασιάζει το κοινωνικό κόστος. Αν πριν από έναν χρόνο ωστόσο μιλούσαμε για μεταρρυθμιστική κόπωση στην κυβέρνηση, σήμερα μοιάζει να φθάνουμε σε αντιμεταρρυθμιστική εξέγερση: οι περισσότεροι υπουργοί αισθάνονται ότι έχουν φθάσει στα όριά τους και προτιμούν πια τις εκλογές από το να συνεχίσουν να δίνουν τη μάχη. Η στάση τους ανθρώπινα, μπορεί να γίνει κατανοητή. Και ο κ. Ευ. Βενιζέλος έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι κάποια μέτρα- η εργασιακή εφεδρεία για παράδειγμα- θα επιτείνουν την κρίση. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, άλλη λύση δεν υπάρχει για να βγούμε από τον φαύλο κύκλο- πέρα από τη γενναιοδωρία των ξένων βέβαια, που και αυτή έφθασε στα όριά της.

Ο Αγιος Κονίτσης μπορεί να στέλνει την τρόικα στον αγύριστο, ξεχνά όμως ότι οι δραχμές, που κάποιοι βλέπουν σαν λύση, δεν τρώγονται…



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ