Η γενικευμένη αστάθεια και η απότομη διόρθωση στις τιμές των μετοχών που πλήττει σήμερα τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές σηματοδοτεί πως οι πιο προηγμένες οικονομίες βρίσκονται στα πρόθυρα μιας διπλής (double- dip) ύφεσης. Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που προκλήθηκε από το υπερβολικό χρέος και την μόχλευση του (leveraging) στον ιδιωτικό τομέα οδήγησε σε μια μαζική αναχρηματοδότηση στο δημόσιο τομέα, προκειμένου να αποφευχθεί μια δεύτερη Μεγάλη Ύφεση. Αλλά η επακόλουθη ανάκαμψη ήταν αναιμική και κατώτερη των περιστάσεων στην πλειοψηφία των προηγμένων οικονομιών, δεδομένης της επώδυνης απομόχλευσης (deleveraging) που είχε προηγηθεί.

Τώρα ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και των βασικών προϊόντων, οι αναταραχές στη Μέση Ανατολή, ο σεισμός και το τσουνάμι στην Ιαπωνία, η κρίση χρέους στην ευρωζώνη και τα δημοσιονομικά προβλήματα στην Αμερική, έχει οδηγήσει σε μαζική αύξηση της αποστροφής κινδύνου (risk aversion). Από οικονομική άποψη, οι ΗΠΑ, η ευρωζώνη, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία βρίσκονται σε αδράνεια. Ακόμα και οι ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές (Κίνα, Ασία, Λατινική Αμερική), καθώς και οι οικονομίες που κάνουν εξαγωγές και βασίζονται στις αγορές αυτές, όπως η Γερμανία και η πλούσια σε πόρους Αυστραλία, αντιμετωπίζουν απότομες αναπτυξιακές επιβραδύνσεις.

Μέχρι πέρσι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα μπορούσαν να τραβήξουν έναν άσο από το μανίκι για να αναθερμάνουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και να κάνουν την οικονομία να ανακάμψει. Έχουν δοκιμαστεί σχεδόν τα πάντα: πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης, μηδενισμός σχεδόν των επιτοκίων, δύο γύροι «ποσοτικής χαλάρωσης», διαχωρισμός των επισφαλών δανείων από τα «υγιή», και τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για σχέδια διάσωσης και παροχή ρευστότητας προς τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πλέον δεν έχουν μείνει άλλοι άσσοι.

Η σημερινή δημοσιονομική πολιτική αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη τόσο στην ευρωζώνη, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακόμα και στις ΗΠΑ οι πολιτειακές κυβερνήσεις, αλλά πλέον και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προχωρά σε περικοπές δαπανών και μείωση των διαθέσιμων κονδυλίων. Το επόμενο βήμα θα είναι η αύξηση των φόρων και μάλιστα σύντομα.

Η καταφυγή σε ένα ακόμη γύρο διασώσεων τραπεζών είναι πολιτικά απαράδεκτη και οικονομικά ανέφικτη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση και δε μπορούν να αντέξουν τα δυσβάσταχτα οικονομικά σχέδια διάσωσης. Πράγματι, ο κίνδυνος για τα χρέη των χωρών τροφοδοτεί ανησυχία και για την υγεία των ευρωπαϊκών τραπεζών, που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των όλο και πιο επισφαλών τίτλων του Δημοσίου.

Ούτε η νομισματική πολιτική είναι ανίκανη να βοηθήσει σε αυτή τη φάση. Η ποσοτική χαλάρωση περιορίζεται από τον πληθωρισμό, που βρίσκεται διαρκώς πάνω από το στόχο τόσο στην ευρωζώνη, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα αρχίσει πιθανότητα και τρίτο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης (QE3), αλλά είναι ήδη πολύ αργά. Ο περσινός γύρος των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων (QE2) της Fed, συν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια από περικοπές φόρων και απευθείας «ενέσεις» κεφαλαίων έφερε ανάπτυξη της τάξεως μόλις του 3%, για ένα μόνο τρίμηνο. Στη συνέχεια η ανάπτυξη κατρακύλησε σε ποσοστό μικρότερο του 1% για το πρώτο εξάμηνο του 2011. Ο QE3 θα είναι ακόμα μικρότερος σε όγκο, και δύσκολα θα αποκαταστήσει έναν υγιή ρυθμό ανάπτυξης.

Η υποτίμηση του νομίσματος δε αποτελεί μια εφικτή επιλογή για το σύνολο των προηγμένων οικονομιών. Όλες χρειάζονται ασθενέστερο νόμισμα και καλύτερο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά είναι αδύνατον να το έχουν όλες ταυτόχρονα. Έτσι, το να βασίζονται στα παιχνίδια με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες για να επηρεαστεί το εμπορικό ισοζύγιο είναι άσκοπο- ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (zero sum game). Επομένως, ένας νομισματικός πόλεμος είναι ήδη στον ορίζοντα, με την Ιαπωνία και την Ελβετία να προβαίνουν ήδη σε μάχες εμπροσθοφυλακής για την αποδυνάμωση των συναλλαγματικών τους ισοτιμιών. Σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες.

Στο μεταξύ, η Ιταλία και η Ισπανία κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση στις αγορές χρέους, ενώ οικονομικές πιέσεις ασκούνται τώρα ακόμα και στη Γαλλία. Αλλά η Ιταλία και η Ισπανία είναι πολύ μεγάλα κράτη για να χρεοκοπήσουν, όπως και πολύ μεγάλα κράτη για να «διασωθούν». Προς το παρόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αγοράσει κάποια από τα ομόλογά τους ως «γέφυρα» προς το νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ευρωζώνης. Αλλά η απώλεια πρόσβασης στην αγορά θα μπορούσε να εξαντλήσει το απόθεμα των 440 δις. ευρώ του ΕΤΧΣ μέχρι το τέλος του έτους ή τις αρχές του 2012.

Μετά, αν τα διαθέσιμα αποθέματα του ΕΤΧΣ δεν τριπλασιαστούν η μόνη λύση που θα έχει απομείνει θα είναι η τακτική, αλλά καταναγκαστική αναδιάρθρωση του χρέους των δύο χωρών, όπως έγινε στην Ελλάδα. Το επόμενο βήμα θα είναι η αναδιάρθρωση του ακάλυπτου χρέους των αφερέγγυων τραπεζών. Έτσι, αν και η διαδικασία απομόχλευσης έχει μόλις αρχίσει, η μείωση του χρέους θα καταστεί αναγκαία αν οι χώρες δε μπορούν οι ίδιες να χειριστούν τα προβλήματα χρέους τους – είτε με ανάπτυξη, είτε με αποταμίευση, είτε με πληθωρισμό.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, ο Καρλ Μαρξ είχε εν μέρει δίκιο όταν υποστήριζε ότι η παγκοσμιοποίηση, η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση που λειτουργεί σε κατάσταση αμόκ, και η αναδιανομή του πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον καπιταλισμό στην αυτοκαταστροφή. Οι εταιρείες περικόπτουν θέσεις εργασίας, αφού δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση. Αυτό, όμως, μειώνει το εισόδημα, ενώ παράλληλα αυξάνει την ανισότητα και μειώνει την τελική ζήτηση.

Οι πρόσφατες διαδηλώσεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο πυροδοτούνται από τα ίδια προβλήματα : ανισότητα, φτώχεια, ανεργία και απελπισία. Ακόμα και η μεσαία τάξη βιώνει την πίεση από τη μείωση των εισοδημάτων και των ευκαιριών.

Η ορθή λειτουργία των οικονομιών απαιτεί την επιστροφή στη σωστή ισορροπία μεταξύ των αγορών και του δημοσίου τομέα. Και τα δύο συστήματα, το αγγλοσαξονικό μοντέλο του laissez faire και των οικονομικών-βουντού, αλλά και το ευρωπαϊκό μοντέλο διαχείρισης κρατών πρόνοιας που στηρίζονται στην συσσώρευση ελλειμμάτων έχουν αποτύχει και δεν λειτουργούν πιά.

Η σωστή ισορροπία σήμερα απαιτεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας εν μέρει μέσω πρόσθετων δημοσιονομικών κινήτρων που θα αποσκοπούν σε επενδύσεις σε πραγματικά παραγωγικές υποδομές. Απαιτείται επίσης πιο προοδευτική κλίμακα φορολόγησης, βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά κίνητρα τόνωσης σε συνδυασμό με μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πειθαρχία, έκτακτες πιστώσεις από τις κεντρικές τράπεζες για την αποτροπή καταστροφικών «επιδρομών» καταθετών στις ιδιωτικές τράπεζες, μείωση των χρεών για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και άλλες πιεζόμενες οικονομικές οντότητες, και τέλος αυστηρότερη εποπτεία και ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει πάθει αμόκ – πράγμα που θα απαιτήσει την διάσπαση των πολύ μεγάλων τραπεζών και των ολιγοπωλιακών τραστ.

Στη συνέχεια οι προηγμένες οικονομίες θα πρέπει να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό, τις δεξιότητες και τα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας, ώστε με την αύξηση της παραγωγικότητας οι εργαζόμενοι να γίνουν ανταγωνιστικοί, να είναι ευέλικτοι και να ευδοκιμήσουν σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η εναλλακτική λύση είναι η στασιμότητα, η απελπισία, οι νομισματικοί και εμπορικοί πόλεμοι, οι έλεγχοι κεφαλαίων, οι οικονομικές κρίσεις, οι πτωχεύσεις και η μαζική κοινωνική και πολιτική αστάθεια.

Ο Nouriel Roubini είναι καθηγητής οικονομικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και πρόεδρος της εταιρείας επενδύσεων Roubini Global Economics.