Συνεχίζω να κοιτάω την φωτογραφία με εκείνο τον νεαρό «αλητάκο» με κουκούλα στο Λονδίνο που τριγυρίζει μέσα στις φωτιές, μέσα στο πυρπολημένο ξένο μαγαζί, ψάχνοντας φιρμάτα αθλητικά. Για μια στιγμή μου θυμίζει τον συνομήλικό του στο πυρπολημένο κέντρο της Αθήνας πριν από τρία χρόνια. Η κουκούλα του «επαναστάτη» είναι και αυτή κάτι σαν φίρμα ενός βίαοου life style. Αλλά και πάλι ό,τι συμβαίνει στο Λονδίνο δεν είναι το ίδιο με αυτό που συνέβη πριν τρία χρόνια στην Αθήνα. Εδώ πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε μόνο το κέντρο της πόλης. Εκεί οι βίαιοι νεαροί λεηλατούσαν τις δικές τους κοινότητες, τους γείτονές τους. Ίσως γιατί η Αθήνα έχει μια αρκετά διαφορετική δομή από εκείνη των Αγγλικών πόλεων – ειδικά όσον αφορά στα «communities».
Αυτό που συμβαίνει στην Αγγλία μού θυμίζει περισσότερο τα γαλλικά προάστια όπου οι νεαροί εξεγερμένοι πυρπολούσαν τα αυτοκίνητα των γειτόνων τους: προφανώς γιατί τα γαλλικά προάστια είναι πολύ πιο φτωχά από τα αγγλικά και οι νεαροί δεν είχαν φιρμάτα καταστήματα να λεηλατήσουν. Αλλά και πάλι αυτό που συνέβη στην Γαλλία είχε ένα συνεκτικό μοτίβο – πρόβαλλε έστω και το άλλοθι μιας αντι-ρατσιστικής εξέγερσης. Αυτό που συμβαίνει στην Αγγλία δεν έχει ούτε αυτό. Μοιάζει πιο πολύ σαν μια μαζική τρέλα. Αρκετές λεηλασίες άλλωστε γίνονται μεταξύ μιμητισμού και χαβαλέ.
Προσπαθώντας να καταλάβω το ακατανόητο ψάχνω για άλλες ομοιότητες. Μια από αυτές είναι ότι στο Παρίσι, στην Αθήνα στο Λονδίνο η αφορμή για αυτό το ξέσπασμα τυφλής βίας ήταν η δολοφονία κάποιου νεαρού από την αστυνομία. Το διαταξικό πλήθος που λεηλατεί για να κάνει το κέφι του στο Λονδίνο -από νεαροί λούμπεν μέχρι κακομαθημένα παιδιά μικροαστικών και μεσοαστικών οικογενειών- μοιάζει πιο πολύ με το διαταξικό πλήθος της Αθήνας. Με μια διαφορά: στην Αγγλία, στο δικαστήριο, μάθαμε ποιοι ήταν οι «γνωστοί άγνωστοι». Σε μας σπάνια το μαθαίνουμε αυτό.
Ξανακοιτάω την φωτογραφία με εκείνο τον νεαρό «αλητάκο» με κουκούλα, ψάχνοντας φιρμάτα αθλητικά παπούτσια μέσα στις φλόγες. Και διαβάζω όσους μιλούν για «αποκλεισμένους», «φτωχούς» και «θύματα» της καταναλωτικής μας κοινωνίας. Μα αν είσαι πραγματικά μαρξιστής ξέρεις ότι οι εξαθλιωμένοι είναι άλλο πράγμα: εκείνοι δεν έχουν να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους. Οι πραγματικοί εξαθλιωμένοι είναι στην Σομαλία, στην Ακτή Ελεφαντοστού, με το βλέμμα σβησμένο από την πείνα και δεν φοράνε φιρμάτα αθλητικά – αν και οι πατεράδες τους συχνά τα παράγουν με αμοιβή που φαίνεται εντελώς αστεία μπροστά στο επίδομα που παίρνει ο αποκλεισμένος στο προάστιο του Λονδίνου. Τότε τι είναι; Ένας απλός βίαιος εγκληματίας όπως λέει ο Άγγλος Πρωθυπουργός; Μα και αυτή η ερμηνεία είναι περισσότερο από απλοϊκή. Είναι φτιαγμένη για να ησυχάσει τους «συνετούς»: για να μην τους ταράξει, να μην τους ξυπνήσει.
Γιατί όταν οι χούλιγκαν γίνονται ένας μικρός στρατός και πυρπολούν μια ολόκληρη δυτική μητρόπολη σημαίνει ότι συνέβη κάτι που δεν μπορείς να το καταπολεμάς αυξάνοντας μόνο τον αριθμό των αστυνομικών και τα κελιά των φυλακών. Είναι σημάδι ή προάγγελος ενός κόσμου που έχει χάσει τα πολιτισμικά και τα πολιτικά σημεία αναφοράς, ενός κόσμου χωρίς αλληλεγγύη και συνοχή, ούτε κοινωνική ούτε λογική συνοχή. Είναι σημάδι ενός κόσμου, του δικού μας κόσμου, που διαλύεται. Ο «αλητάκος» της φωτογραφίας δεν εξεγείρεται γιατί ζητάει «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».

Ζητά είτε να εκδικείται την κοινωνία κάνοντας βίαιο shopping therapy λεηλατώντας τα προϊόντα-σύμβολα των διαφημίσεων, είτε να μετέχει σε ένα είδος extreme-game για να ανεβάσει την αδρεναλίνη. Έτσι κι αλλιώς, τα φιρμάτα που λεηλατεί δεν τα παράγει ούτε ο ίδιος ούτε οι γονείς του. Αυτά παράγονται μακριά. Εκείνος ζει σε έναν κόσμο που το χρήμα παράγεται ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομία, όπου το χρήμα είναι μια αυταξία: η μοναδική που μετράει.

Για να τον σταματήσει ο Κάμερον σκέφτεται να μπλοκάρει τα εικονικά social network. Κάθε φορά που η πολιτική χάνει τον έλεγχο των γεγονότων επικαλείται την λογοκρισία. Δεν θέλει να κοιτάξει πιο βαθειά. Μένει στην επιφάνεια. Και όπως έλεγε η ‘Αρεντ το κακό δεν καταφέρνει να φτιάξει μια δική του κουλτούρα. Το κακό συχνά είναι επιφανειακό. Για αυτό και εξαπλώνεται πολύ γρήγορα γιατί δεν έχει ρίζες, είναι ρηχό. Ρηχή σαν την βία του «αλητάκου». «Ρηχή» σαν την πολιτική σκέψη του Κάμερον.
ΥΓ. Τώρα θυμήθηκα και μια άλλη σχετική ομοιότητα μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας. Όταν εδώ ξέσπασαν τα βίαια επεισόδια, μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, εμείς συζητούσαμε μέρα – νύχτα για το Βατοπέδι. Το αρρωστημένο κλίμα παρακμής και σήψης ήταν στον αέρα. Οι θεσμοί και οι πολιτικοί είχαν χάσει κάθε ίχνος σεβασμού και αυθεντίας. Όταν ξέσπασαν τα βίαια επεισόδια στην Αγγλία, μετά την δολοφονία του 29 χρόνου Μαρκ Ντάγκαν, εκεί συζητούσαν μέρα – νύχτα για τον σκάνδαλο με τις εφημερίδες του Μέρντοχ. Το αρρωστημένο κλίμα παρακμής και σήψης ήταν και εκεί στον αέρα…