Σε κάθε νέα κρίση η Ελλάδα αναθαρρεύει. Σε κάθε νέο κύμα πανικού που χτυπά την ευρωζώνη μοιάζει να βγαίνουμε από την εθνική μας μοναξιά και να λέμε: «Να, βλέπετε, δεν είμαστε οι μόνοι. Το πρόβλημα είναι γενικότερο». Κι όσο πληθαίνουν τα υποψήφια θύματα των «κερδοσκόπων», τόσο ελπίζουμε σε μια συνολική λύση που θα καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο.

Όχι άδικα. Ακόμα και μετά το τελευταίο πακέτο των μέτρων, η λύση του ελληνικού προβλήματος στηρίζεται σε υποθέσεις που όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι ρεαλιστικές. Για παράδειγμα, οι αποκρατικοποιήσεις. Ακόμα και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, τα ποσά που έχουν προϋπολογιστεί δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν, τουλάχιστον μέσα στα χρονικά όρια που έχουν μπει. Κι ύστερα, είναι η ύφεση. Που αποδείχτηκε πολύ σοβαρότερη από τις αρχικές προβλέψεις και πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις από την διαρροή κεφαλαίων και την πιστωτική ασφυξία που ακολούθησε.

Σε αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί στο μέλλον και νέο πακέτο βοήθειας. Κι έχει, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, συμφέρον να επιζητά τη θεσμοθέτηση σταθερών και αποτελεσματικών κανόνων για την βοήθεια των κρατών μελών της Ευρωζώνης που έχουν πρόβλημα π.χ. με το περίφημο Ευρωομόλογο ή με την δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας να αγοράζει ομόλογα- το χρέος δηλαδή των προβληματικών κρατών -στη δευτερογενή αγορά.

Ας μη παρασυρόμαστε όμως από αυτές τις συζητήσεις, ούτε βέβαια από τις κωμικές αντιπαραθέσεις των κομμάτων για το ποιος είχε πρώτος την ιδέα μιας τέτοιας λύσης. Γιατί το πραγματικό και μακροπρόθεσμο πρόβλημα μας δεν είναι το χρέος αλλά οι όροι που το δημιούργησαν. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αγοράσουμε χρόνο ώστε να πραγματοποιήσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και αν μας χάριζαν όλο το χρέος αύριο το πρωί, όμως, τις ίδιες ακριβώς αλλαγές θα έπρεπε να κάνουμε.

Γιατί βέβαια, το πρόβλημά μας είναι στην πραγματική οικονομία- πώς το παραγωγικό μας μοντέλο θα ανταποκριθεί στο σημερινό επίπεδο ζωής μας.

Αυτή τη συζήτηση, δυστυχώς, αρνούμαστε επίμονα να την κάνουμε.