Στην προπαγάνδα των κινημάτων και καθεστώτων του Αντιδιαφωτισμού, η πολιτική δράση παρουσιάζεται ως ιερή τελετουργία και ο αρχηγός που την καθοδηγεί εμφανίζεται ως λυτρωτής, με υπεράνθρωπες ιδιότητες, στον οποίο υποτάσσονται οι οπαδοί. Αλλά και στην κριτική του Αντιδιαφωτισμού, η απόρριψή του συνοδεύεται συχνά από την περιφρόνηση και τη δαιμονοποίησή του: η ιδέα της «ενσάρκωσης του Κακού», το οποίο ενοικεί στον «αρρωστημένο» κόσμο του «παράφρονα» αρχηγού, θέτει φαινόμενα από τον ιστορικό φασισμό και τον ολοκληρωτισμό ως τον πολιτικό εξτρεμισμό και τον φονταμενταλισμό, εκτός του ρου της Ιστορίας.

Μετά το δραματικό γεγονός της εν ψυχρώ μαζικής σφαγής νέων στη Νορβηγία, η ιδιότητα του ψυχικά διεστραμμένου αποδόθηκε αυθόρμητα στον δράστη. Προφανώς και δεν προηγήθηκε ψυχιατρική διάγνωση· αλλά και αν υπάρξει, δεν πρόκειται να αλλάξει το γεγονός ότι ο Αντερς Μ. Μπρέιβικ είναι κυρίως ένας εξτρεμιστής φανατικός. Αντί να αποδίδουμε τις αιτίες σε μια άρρωστη ψυχοδομή, απαλλάσσοντάς τον από την ατομική ευθύνη για ό,τι διέπραξε, αλλά και την κοινωνία από την υποχρέωση να αναστοχαστεί το συλλογικό πλαίσιο της πράξης αυτής, ας επιχειρήσουμε να διασυνδέσουμε το ακραίο συμβάν με τις ιστορικοπολιτικές συνθήκες που το κατέστησαν δυνατό.

Διαβάζοντας γραπτά του Μπρέιβικ, ένα είναι σίγουρο: ο δράστης πήρε κατά γράμμα τον βαθιά ξενοφοβικό, εναντιωματικό, διαρκώς υπαινικτικό, γεμάτο προκαταλήψεις και ρατσιστικά στερεότυπα λόγο της νορβηγικής ακραίας Δεξιάς (που δεν διαφέρει από εκείνον των ευρωπαίων ομολόγων της). Γράφοντας αυτές τις γραμμές, στον νου έρχεται μια φράση του Κουρτ Σβίτερς από το μανιφέστο του περί Συνεπούς Ποίησης, όσον αφορά τις απεριόριστες σημασιολογικές δυνατότητες των λέξεων. Στη νορβηγική Ακροδεξιά, που εμφανίζεται στη δεκαετία του 1970 ως Κόμμα του Αντερς Λάνγκε και μετά ως Κόμμα της Προόδου, ο πολιτικός λόγος των απεριόριστων αρνητικών συνειρμών για τον Ξένο περισσεύει.

Σε μια χώρα που υποδεχόταν μετανάστες από παλιά, αλλά το Μεταναστευτικό δεν είχε μετατραπεί σε διαιρετικό πολιτικό διακύβευμα, ήρθε η ακραία Δεξιά να ανατρέψει το γεγονός. Αρχικά, με επιχειρήματα που είχαν φαινομενικά εμπράγματο περιεχόμενο, οι μετανάστες παρουσιάζονταν ως «άδικο φορτίο για τους φορολογουμένους» και η μετανάστευση ως υπόθεση «ακριβή» που «επιβάρυνε» το κοινωνικό κράτος. Στη συνέχεια το Κόμμα της Προόδου υιοθέτησε μια επιθετική αντιμεταναστευτική στάση. Η μετανάστευση χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνη», γι΄ αυτό «δεν είναι ανήθικο κανείς να αντιδρά… προλαμβάνοντας ραγδαίες αλλαγές στον συνεκτικό χαρακτήρα του πληθυσμού», αναφερόταν στο εκλογικό μανιφέστο της το 1997, με το οποίο το κόμμα του Καρλ Χάγκεν εκτοξεύθηκε από το 6,3% (1993) στο 15,3%, βάζοντας πλώρη για άσκηση επιρροής στη διακυβέρνηση.

Η εκλογική άνοδος του Κόμματος της Προόδου ήταν τόσο μεγαλύτερη όσο επιθετικότερος γινόταν ο λόγος του κατά των ξένων, ειδικότερα των μουσουλμάνων: «Ο δράστης είναι ξένος» έγραφε η λεζάντα στην προεκλογική αφίσα του κόμματος το 2005 (τότε το κόμμα ξεπέρασε το 22% στις εκλογές), η οποία έδειχνε οπλισμένο άνδρα σε στρατιωτική περιβολή· συγχρόνως οι εκλογείς ένιωθαν τρομοκρατημένοι από «αποκαλύψεις» του Χάγκεν όσον αφορά τις κρυφές προθέσεις των μουσουλμάνων να «καθαρίσουν» τον κόσμο από τους χριστιανούς, όπως οι ναζί είχαν κάνει με τους εβραίους. Ο Μπρέιβικ δεν χρειάστηκε να μεταφράσει σε άλλον κώδικα το μήνυμα της κατεστημένης Ακροδεξιάς· μετέφερε τα λόγια της στο δικό του μανιφέστο, καθοδηγούμενος από αυτά συνειρμικά στο καθήκον της βίαιης δράσης: «… ο δημοκρατικός αγώνας εναντίον της ισλαμοποίησης της Ευρώπης έχει χαθεί… Σε 50-70 χρόνια θα είμαστε μειονότητα. Μόλις το κατάλαβα, αποφάσισα να αναζητήσω διαφορετικές μορφές αντίστασης» γράφει χαρακτηριστικά.

Είναι άραγε δυνατόν σε ευημερούσες χώρες να έχει πατήσει τόσο γερά πόδι ο εξτρεμισμός; Από τη Νορβηγία, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία ως τη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία ή το Βέλγιο, αλλά και τις λιγότερο αναπτυγμένες Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, ο εξτρεμισμός ενισχύεται διαρκώς. Η πολιτική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία, που είναι έντονη στη Νορβηγία από τις αρχές του ΄80, αποτέλεσαν την προϋπόθεση η ακραία Δεξιά να βγει από την πολιτικο-εκλογική αφάνεια. Εφαρμόζοντας στρατηγικές πολιτικού μάρκετινγκ επένδυσε στη δυσθυμία των πολιτών, εκτονώνοντας ανασφάλειες και φόβους, όχι γιατί υπέδειξε διεξόδους, αλλά γιατί στοχοποίησε τους υποτιθέμενους ενόχους, συγκροτώντας ένα συνεκτικό αφήγημα για τους υπαίτιους του ρευστού μας κόσμου: προπάντων για τους πολιτικούς, το (σκανδιναβικό) συναινετικό μοντέλο δημοκρατίας και τα κόμματα που το στηρίζουν.

Ας μην της ρίχνουμε όμως όλη την ευθύνη. Το έργο της συντρέχουν πρόθυμα αναλυτές που ρέπουν στη συνωμοσιολογία, διανοούμενοι με αντικοινοβουλευτικές και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις, ανώνυμοι του Διαδικτύου από την υπερεθνικιστική σκηνή. Ολοι αυτοί, αναδεύοντας την πλούσια δεξαμενή του Αντιδιαφωτισμού, φροντίζουν για τη διαρκή ανανέωση των ιδεών του πολιτικού εξτρεμισμού.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ