O Κ. Τσουκαλάς, πρόθυμος υποστηρικτής στο παρελθόν εκσυγχρονιστικών ιδεών, ψέγει σε άρθρο του στο «Βήμα» τής 24/7 όσους υποστηρίζουν σήμερα τη μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση και τους αποκαλεί ειρωνικά «συμμαχία αυτόκλητων αγνών, ανιδιοτελών και αντικειμενικών προθύμων». Ωστόσο η πλειονότητα όσων σήμερα υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση είχαν το σθένος ήδη από το 2006, όταν καθηγητές προπηλακίζονταν, χτίζονταν στα γραφεία τους και συκοφαντούνταν, να δηλώσουν δημόσια ότι τα πανεπιστήμια χρειάζονται αλλαγή, τις βασικές αρχές της οποίας περιέγραψαν. Οι περισσότεροι από αυτούς που σήμερα τάσσονται κατά του νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είχαν τότε καθόλου αντιδράσει στο κλίμα φόβου και τρομοκρατίας που είχε επιβληθεί. Είχαν προτιμήσει να υπερασπιστούν, έστω και διά της σιωπής, τα κεκτημένα αρνούμενοι και τότε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης. Ισως να είναι, κατά την (εκ παραδρομής;) δήλωση της Μ. Ρεπούση πάλι στο «Βήμα» τής 24/7, μόνο «οιονεί μεταρρυθμιστές», δηλαδή μεταρρυθμιστές στα λόγια αλλά όχι στην πράξη.

Ο Κ. Τσουκαλάς, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, θα έπρεπε προτού προχωρήσει στην κριτική του να έχει λάβει υπόψη του τα δεδομένα. Ισχυρίζεται ότι «η Κόλαση βρίσκεται στις λεπτομέρειες» αλλά φαίνεται ότι τις λεπτομέρειες του νομοσχεδίου τις αγνοεί. Υποστηρίζει, λ.χ., ότι τέσσερις καθηγητές μπορούν να ελέγξουν ένα 15μελές Συμβούλιο, δεδομένου ότι επτά καθηγητές και ένας φοιτητής επιλέγουν τα επτά εξωτερικά μέλη. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι η ανάδειξη αυτών των τεσσάρων μελών μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χειραγώγησης από φατρίες και κόμματα. Δεν πρόσεξε όμως ο κ. Τσουκαλάς (όπως και ο κ. Τιβέριος που υποστηρίζει κάτι ανάλογο στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας) ότι το σχέδιο νόμου προβλέπει ταξινομική ψήφο για την ανάδειξη των μελών του Συμβουλίου, δηλαδή ιεραρχική επιλογή (1η επιλογή, 2η κτλ.), που εξασφαλίζει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί η σταυροδοσία. Οπως επισημαίνεται, θα πρέπει το 52% του εκλογικού σώματος, δηλαδή των καθηγητών όλων των βαθμίδων που θα ψηφίσουν, να ψηφίσει τα ίδια ακριβώς πρόσωπα με την ίδια ακριβώς σειρά ώστε να ελεγχθεί η πλειοψηφία του Συμβουλίου. Αν τόσο πολλά μέλη ΔΕΠ (ακόμη και πάνω από χίλια στα μεγάλα πανεπιστήμια) φθάσουν σε αυτό το σημείο εξευτελισμού ώστε να ακολουθήσουν τυφλά μια συγκεκριμένη γραμμή σταυροδότησης, τότε ας έχουν και το Συμβούλιο που τους αξίζει. Αλλά, ούτως ή άλλως, τέσσερα άτομα του Συμβουλίου δεν θα μπορούσαν ποτέ να ελέγξουν τις αποφάσεις του διότι απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 4/5 και εν τέλει 2/3. Γράφει επίσης ότι ο πρύτανης μπορεί να είναι αλλοδαπός, ενώ το σ/ν προβλέπει ότι ο πρύτανης πρέπει να είναι καθηγητής Α΄ βαθμίδας σε πανεπιστήμιο του εσωτερικού ή του εξωτερικού με ελληνική ιθαγένεια και γνώση της ελληνικής γλώσσας. Πιο επικίνδυνο θεωρεί ο Κ. Τσουκαλάς ότι τα νόμιμα προσόντα για την εκλογή και την εξέλιξη των καθηγητών δεν ορίζονται κατά τρόπο ενιαίο από τον ίδιο τον νόμο αλλά ρυθμίζονται ad hoc από το Συμβούλιο, παρακάμπτοντας ακόμη και την προϋπόθεση της διδακτορικής διατριβής σε ειδικές περιπτώσεις. Και εδώ ο κ. Τσουκαλάς δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες. Το νομοσχέδιο θέτει τα βασικά προσόντα για την εκλογή και εξέλιξη των καθηγητών επιτρέποντας μια παράκαμψη για τις διδακτορικές διατριβές, παράκαμψη που υπήρχε και στον προηγούμενο νόμο, δηλαδή την ευχέρεια σε ορισμένα αντικείμενα, όπως π.χ., στην Αρχιτεκτονική ή στην Καλών Τεχνών, να μην απαιτείται διδακτορικό δίπλωμα για την κατάληψη μιας θέσης. Τα επιπλέον προσόντα που θέλει να υιοθετήσει ένα ίδρυμα (ακριβώς για να ενθαρρυνθεί η πολυτυπία στη φυσιογνωμία των ιδρυμάτων και να αποφεύγεται η ισοπεδωτική ομοιομορφία) δεν τίθενται ad hoc για κάθε εκλογή αλλά ισχύουν παγίως αφού έχουν περιληφθεί στον Οργανισμό του ιδρύματος.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η κριτική που γίνεται στον νόμο από τον Κ. Τσουκαλά και από άλλους γίνεται ερήμην των συγκεκριμένων ρυθμίσεων που περιέχει. Εκφέρεται από μια σκοπιά που θέλει να βλέπει παντού, χωρίς στοιχεία, τον μπαμπούλα του νεοφιλελευθερισμού, τον φόβο της αγοράς και της ιδιωτικοποίησης, την έλλειψη δημοκρατίας και τον αυταρχισμό. Είναι μια ιδεολογική σκοπιά που έχει αυτοχρισθεί εκ προοιμίου αριστερή, έχει συγκροτήσει τον κυρίαρχο λόγο της Μεταπολίτευσης και χρησιμοποιείται για να καλύπτονται αδράνειες και συντεχνίες. Είναι μια σκοπιά που υιοθετείται από διανοουμένους που κυριάρχησαν, ως ανέλεγκτες αυθεντίες, σε κάθε στροφή της μεταπολιτευτικής ζωής, μια σκοπιά που θεωρεί καθετί καινούργιο αναπόδραστα χειρότερο από το παρόν και ως εκ τούτου καταλήγει να δρα συντηρητικά υπερασπιζόμενη κάθε φορά την κατάσταση που προηγουμένως αντιμαχόταν.

Η κατάσταση όμως στα ελληνικά πανεπιστήμια, παρά τις νησίδες ποιότητας, δεν είναι σήμερα υπερασπίσιμη. Τα πανεπιστήμια λειτουργούν με κατ΄ επίφαση δημοκρατικό τρόπο ενώ βρίσκονται στα χέρια διοικήσεων που αναδεικνύονται με τις γνωστές διαδικασίες συναλλαγής χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν. Εχουμε πρυτανικές αρχές, ακριβώς με τρία ή τέσσερα άτομα, που εκλέγονται ακόμη και μόνο με ψήφους διοικητικών υπαλλήλων ή των φοιτητών και οι οποίες μεταχειρίζονται τα ιδρύματα όπως θέλουν. Εχουμε όργανα τμημάτων και σχολών που προκύπτουν από αλισβερίσια, στηρίζονται σε συσχετισμούς ισχύος και εκβιάζονται από μειοψηφίες φοιτητών, ενώ παρατηρούνται ανεξέλεγκτες αυθαιρεσίες σε επίπεδο τμήματος, σχολής ή ιδρύματος.

Οσοι γνωρίζουν από μέσα τα ελληνικά πανεπιστήμια και ενδιαφέρονται για τη μόρφωση, την έρευνα και το δημόσιο συμφέρον ξέρουν ότι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Τα μερεμέτια δεν είναι παρά φτιασιδώματα που διαιωνίζουν, για να μην αγγίξουν, χρόνιες παθογένειες. Γι΄ αυτό άλλωστε προηγούμενες απόπειρες μεταρρυθμίσεων είχαν χαρακτηριστεί, και δικαίως, δειλές και αποσπασματικές. Τώρα που έχουμε μπροστά μας μια τολμηρή απόπειρα ουσιαστικών αλλαγών που μας εναρμονίζει με το ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον, τώρα βρίσκουμε τις αλλαγές σαρωτικές και τις αποδοκιμάζουμε. Με τίποτε δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Το ότι η κριτική που γίνεται στον νόμο είναι εν πολλοίς προσχηματική και έχει άλλη στόχευση φαίνεται και από το ότι οι θέσεις των συνδικαλιστικών φορέων των πανεπιστημιακών δεν διαφέρουν και πολύ, τουλάχιστον στα λόγια, από τις ρυθμίσεις που έχουν εξαγγελθεί. Δέχονται και αυτοί συμβούλια με τη συμμετοχή εξωτερικών μελών, θέλουν και αυτοί εποπτικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες των συμβουλίων, όπως κατά βάση προβλέπει και το σχέδιο, απορρίπτουν περισσότερο από το υπουργείο τη συμμετοχή των φοιτητών. Στην ουσία διαφέρουν μόνο στο ότι επιθυμούν την απευθείας (και όχι έμμεση) εκλογή των μονοπρόσωπων οργάνων (πρύτανη και κοσμητόρων). Είναι αυτή τόσο μεγάλη διαφορά ώστε να δικαιολογείται τόσο αμετροεπής και συνταγματικά παρακινδυνευμένη αντίδραση όπως αυτή ορισμένων συγκλήτων με απειλές περί μη εφαρμογής των νόμων;

Τα πανεπιστήμια πρέπει να συγκεντρωθούν στο έργο τους και να πάψουν να χρησιμοποιούνται ως πεδίο άσκησης μικροπολιτικής από φατρίες και πρόσωπα. Η νεολαία της χώρας μας που μοχθεί και πληρώνει υψηλό οικονομικό και ψυχολογικό κόστος για να μπει στα ΑΕΙ, που ξενιτεύεται για να αποκτήσει τα εφόδια για τη ζωή, αξίζει περισσότερη προσοχή και μεγαλύτερη μέριμνα. Δεν μπορεί τα πανεπιστήμια να είναι κέντρα διερχομένων, αίθουσες εξετάσεων για ένα τυπικό χαρτί. Πρέπει να γίνουν εστίες μόρφωσης, κέντρα έρευνας και αριστείας, χώροι διάπλασης πολιτών με κρίση, αίσθημα ευθύνης και καθήκοντος. Τα πανεπιστήμια δεν ανήκουν στους πανεπιστημιακούς, ανήκουν στην ελληνική κοινωνία που δικαιούται να έχει ανώτατη εκπαίδευση υψηλής ποιότητας για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των καιρών και να αντικρίσει το μέλλον με αυτοπεποίθηση. Δεν μπορούμε να είμαστε διαρκώς η διεθνής εξαίρεση και δεν χρειάζεται να ανακαλύπτουμε συνεχώς τον τροχό. Υπάρχει αξιοποιήσιμη διεθνής εμπειρία και χρειαζόμαστε εξωστρέφεια, συντονισμό και αποφασιστικότητα για να πετύχουμε, όχι διαρκή αδράνεια και στείρα αντιδικία.

Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ