Από μια ορισμένη οπτική γωνία, ό,τι αντιμετωπίζει η χώρα μας και κατά το τρέχον έτος, και θα βαρύνει τουλάχιστον τη δεκαετία που θα επακολουθήσει, χαρακτηρίζεται «κρίση υπερχρέωσης», εν μέσω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Κατά το 2009 το δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 300 δισ. ευρώ, με σχεδόν τα δύο τρίτα αυτού του ποσού να αποτελούν δάνειο της τελευταίας πενταετίας. Οταν δηλαδή, εντελώς ενδεικτικά, υπήρξαν ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις για το τραπεζικό κεφάλαιο που γνώρισε μια νέα περίοδο κερδοφορίας. Για παράδειγμα, μειώθηκε ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών από 32% σε 29%. Ως προς το εφοπλιστικό κεφάλαιο, οι πλοιοκτήτες κρουαζιεροπλοίων απαλλάχθηκαν από τις εργοδοτικές εισφορές προς το ΝΑΤ, αλλά και οικειοποιήθηκαν τις παρακρατηθείσες εισφορές των εργαζομένων. Στο βιομηχανικό κεφάλαιο μειώθηκαν από το 35% στο 25% οι συντελεστές φορολόγησης στα κέρδη των επιχειρήσεων. Και όλα αυτά όταν το κράτος παραμένει σπάταλο και διεφθαρμένο, χωρίς να μεριμνά για τον περιορισμό- τουλάχιστον – της «φοροαπαλλαγής» και της «φοροδιαφυγής», που συνήθως συμβαίνει με τους ελεύθερους επαγγελματίες μεσαίων και κυρίως ανωτέρων εισοδημάτων.

Και τώρα που μεγεθύνεται η δυσκολία ανεύρεσης δανεικού χρήματος σε χαμηλή τιμή; Βαφτίστηκε δημοσιονομικό «νοικοκύρεμα» το «άλλος χρωστάει και άλλος πληρώνει». Οι χαμηλόμισθοι του Δημοσίου από φτωχοί γίνονται φτωχότεροι. Οι μισθοί και οι συντάξεις τους όχι μόνον δεν παρακολουθούν τη ραγδαία αύξηση του τιμαρίθμου, αλλά και περικόπτονται δραστικά μηνιαίως και σε ό,τι ονομάστηκε 13ος και 14ος μισθός. Επιπρόσθετα, η έμμεση φορολογία (ΦΠΑ) τους πλήττει καίρια, σε συνδυασμό με τη μείωση των κρατικών δαπανών για την υγεία, την εκπαίδευση και την ασφάλιση. Ο,τι δηλαδή προεξοφλεί ένα καταναλωτικό κοινό με μειωμένη αγοραστική δύναμη απέναντι στην όποια ευαγγελιζόμενη «ανάπτυξη».

Μπορούμε να πλησιάσουμε τρεις ιδιαίτερες κατηγορίες της κορυφής των μεσαίων εισοδημάτων, από τις οποίες βέβαια προκύπτουν τα «golden boys» του μορφωτικού και πολιτικού «κεφαλαίου». Στους κόλπους των εκπροσώπων του μορφωτικού κεφαλαίου και στο περίγραμμα της πολυδιαφημιζόμενης «κοινωνίας της γνώσης» θα μπορούσαν να οριοθετηθούν οι εξής τουλάχιστον υποκατηγορίες των μελών ΔΕΠ. Η πρώτη αφορά τους «πολυθεσίτες»: γιατροί, νομικοί, οικονομολόγοι, μηχανικοί, πληροφορικοί, χημικοί και κάποιοι πολιτικοί επιστήμονες, κατά τα άλλα «πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης». Η δεύτερη περιλαμβάνει τους «ερευνοδίαιτους» οι οποίοι εδώ και λίγους μήνες, με νομοθέτημα της παρούσης κυβέρνησης, δεν έχουν «πλαφόν» στις επιπρόσθετες αποδοχές τους μέσω της Επιτροπής Ερευνών ή του Ειδικού Λογαριασμού. Στους υπόλοιπους, οι οποίοι είναι πράγματι οι περισσότεροι, εντάσσονται και όσοι/ όσες κάνουν καλά τη δουλειά τους, με το ερευνητικό, διδακτικό και διοικητικό έργο που προσφέρουν χωρίς καμία υπερωριακή ή άλλη αμοιβή. Σε αυτούς τους τελευταίους κρίνεται μάλλον υπερβολική η κατά περίπου 20% ως 30% περικοπή της μισθοδοσίας τους. Η τυχόν διαμαρτυρία τους θα μπορούσε να εκληφθεί κυρίως ως απόπειρα απόσεισης της συνεπακόλουθης κοινωνικής απαξίωσης του έργου τους ως δημοσίων λειτουργών.

Ερχομαι, τέλος, στο πεδίο του πολιτικού κεφαλαίου και ιδίως στη νομοθετική εξουσία. Χρόνια τώρα διέπει τους βουλευτές ένα πλασματικό «πόθεν έσχες» που δεν συνεπάγεται την απάντηση στο ερώτημα πότε και πώς αποκτήθηκε η κινητή και η ακίνητη περιουσία τους. Η βουλευτική «αποζημίωση» παραμένει απολύτως ικανή για να καλοζούνε και ανεπάγγελτοι και να σχηματίζουν περιουσία, τουλάχιστον αυτή που «φαίνεται». Παρά το αναγγελθέν 5% περίπου των περικοπών κάποιων «επιδομάτων», τούτο αντισταθμίζεται από τη συμμετοχή τους σε σειρά επιτροπών (η τηλεόραση της Βουλής αποδεικνύει την «αθρόα» παρουσία τους). Τα προνόμια- δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια πρώτης θέσης, διαμονή σε ξενοδοχεία της πρωτεύουσας, υπάλληλοι αποσπασμένοι (ακόμη και εκπαιδευτικοί), τηλέφωνα, φύλακες, οδηγοί, κτλ.- διατηρούνται στο ακέραιο, καθώς επίσης και η στελέχωση των γραφείων τους, στους τόπους εκλογής τους και στην Αθήνα. Μάλιστα, «σύμβουλοί» τους- συχνά νεοσσοί στην πολιτική σκηνή και εκκολαπτόμενοι διάδοχοί τους, ακόμη και με ένα πτυχίο στο χέρι- ξεπερνούν ως προς τις μηνιαίες καθαρές αποδοχές τις αντίστοιχες του αναπληρωτή καθηγητή.

Δεν θα ήθελα να αφήσω απέξω τους «καλλικρατικούς» άρχοντες. Ούτε τη δικαστική εξουσία. Μόνο που θα έπρεπε να συλλέξω περισσότερα στοιχεία για τα προσόντα των λειτουργών της: πόσοι διαθέτουν μόνο πρώτο πτυχίο χωρίς μεταπτυχιακά διπλώματα, διδακτορικό, συγγραφικό έργο, συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια, αρκούμενοι στην αρχική ετήσια παρακολούθηση της Σχολής Δικαστών. Ακόμη, απομένει να διακριβώσω την πληρότητα των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων ως προς τις αποφάσεις των νομικών οργάνων. Και τέλος να επαληθεύσω αν όντως αμείβονται διπλάσια από τα μέλη ΔΕΠ, και πέρυσι και εφέτος. Ισως έτσι θα με βοηθούσε να σταθμίσω τι σημαίνει «αδέκαστος» και με «κλειστά μάτια» ως προς τη δεκάτη των απολαβών τους. Τουτέστιν, αν για την αποζημίωσή τους και τα τυχόν επιδικασθέντα αναδρομικά, μέσω του «Μισθοδικείου», δεν δίνουν δεκάρα…

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ