Πείτε με Οσβαλντ Σπένγκλερ αν πρέπει [γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος (1880-1936), συγγραφέας του βιβλίου «Η παρακμή της Δύσης»], αλλά δύσκολα αποφεύγει κανείς το συμπέρασμα ότι στις ημέρες μας οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν εμπλακεί σε έναν ανταγωνισμό παρακμής. Οι δύο ηγέτιδες πολιτείες της Δύσης μοιάζουν ανίκανες να αντιμετωπίσουν το χρέος και έχουν υποστεί μεγάλες επιβαρύνσεις του ελλείμματος που σχετίζονται με τον φιλελεύθερο δημοκρατικό καπιταλισμό. Οι πολιτικοί τους χορεύουν σαν μεθυσμένοι στην άκρη του γκρεμού της πτώχευσης.

Αν η απόφαση της Σύνοδου Κορυφής των ηγετών της ευρωζώνης δεν πείσει τις αγορές, είναι πιθανόν να καταρρεύσει μέρος της ευρωζώνης. Στην Ουάσιγκτον η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζει να οδεύει προς αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «ημέρα D», δηλαδή στις 2 Αυγούστου, όταν η κυβέρνηση Ομπάμα ανακοίνωσε ότι δεν είναι πλέον σε θέση να πληρώνει τους λογαριασμούς της λόγω της ανόδου του χρέους στα 14,3 τρισ. δολάρια. Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου ταλαντεύονται στο χείλος δύο Αρμαγεδδώνων: του ευρω-γεδδώνα και του δολαριογεδδώνα.

Φαίνεται ότι η Αμερική θα σωθεί στην παρούσα φάση, χωρίς όμως να επιλύει το βασικό πρόβλημα. Και η Ευρώπη; Προσωπικά δεν θα βασιζόμουν σε αυτήν. Τα προβλήματα των δύο διαφέρουν. Το υψηλό αμερικανικό χρέος απειλεί την αξιοπιστία της χώρας και την εξουσία της στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν απειλεί τη συνοχή των ΗΠΑ. Αντίθετα, η κρίση της ευρωζώνης θέτει σε αμφισβήτηση το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης.

Η ΕΕ είναι μια κοινοπολιτεία με 27 κυρίαρχα κράτη-μέλη και με έναν προϋπολογισμό που διανέμει μόνο το 1% του συνολικού ΑΕΠ. Τα δημόσια χρέη αυτών των κρατών μπορεί να κυμαίνονται από 150% που έχει η Ελλάδα ως λιγότερο από 7% της Εσθονίας. Οι ΗΠΑ είναι μια πλήρως ομοσπονδιακή ένωση με 50 Πολιτείες αλλά και με μια εθνική κυβέρνηση που ανακατανέμει κάτω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας, ενώ η εθνική κυβέρνηση μιας ευρωπαϊκής χώρας κανονικά θα ανακατένειμε περίπου το μισό.

Οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί είναι ιδεολογικά πιο πολωμένοι από οποιαδήποτε ευρωπαϊκά κόμματα. Τους Αμερικανούς τους χωρίζει η ιδεολογία ενώ τους Ευρωπαίους η εθνικότητα. Οι Ρεπουμπλικανοί της κρίσης της ευρωζώνης είναι οι Γερμανοί. Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ αποτελεί για τις Βρυξέλλες αυτό που αποτελεί ο Ερικ Κάντορ, ηγέτης των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για την Ουάσιγκτον: το ισχυρό αλλά στενόμυαλο εμπόδιο.

Το βάρος του αμερικανικού χρέους αυξήθηκε εξαιτίας της μείωσης των φόρων που θέσπισε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους και των πολεμικών δαπανών, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε η γενική ευημερία που οδήγησε τους ανθρώπους στο να ξοδεύουν. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι δεν προχώρησαν σε περικοπές φόρων, πόσω μάλλον σε πολέμους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, οι αμυντικές δαπάνες έχουν συρρικνωθεί.

Ωστόσο οι Ευρωπαίοι προέβησαν σε ένα άλλο είδος υπερβολής την τελευταία δεκαετία: ανεύθυνες δαπάνες μέσω του δανεισμού περιφερειακών κρατών-μελών, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, από ανεύθυνες γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Εφησυχάστηκαν από μια λανθασμένη αίσθηση ασφαλείας, από τα φαινομενικά φιλικά επιτόκια και από υποσχέσεις για σταθερότητα λόγω της ευρωζώνης.

Επομένως υπάρχουν φανερές διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αν ρίξουμε όμως μια πιο προσεκτική ματιά, θα διαπιστώσουμε και σημαντικές ομοιότητες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια δομική κρίση του φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού ή, με άλλα λόγια, της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας, όπως έχει διαμορφωθεί στη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες.

Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουμε ξοδέψει περισσότερα από όσα μπορούσαμε. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Το ίδιο και ο αμείλικτος καταναλωτισμός, με διαφημιστές που ανακάλυπταν όλο και πιο ντελικάτους τρόπους να δημιουργούν «ανάγκες», καθώς και οι προσδοκίες των ανθρώπων της μεταπολεμικής περιόδου για ακόμη καλύτερη υγειονομική περίθαλψη, ευημερία, κοινωνική ασφάλιση και συντάξεις.

Επειτα είναι και το θέμα της πολιτικής. Αυτό που βλέπουμε σήμερα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι μια διαστροφή της έννοιας της δημοκρατίας. Αποδίδεται υπερβολική σημασία στο χρήμα, στα συντεχνιακά συμφέροντα, στις ομάδες πίεσης και στις καμπάνιες των ΜΜΕ. Η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες συναγωνίζονται για τον τίτλο του παραδείσου των παρασκηνιακών κινήσεων.

Εδώ ηχεί ο αντίλαλος ενός παλιού επιχειρήματος. Ο Τζέιμς Μάντισον υποστήριζε ότι μια μεγάλη δημοκρατία υπερασπίζεται καλύτερα τη δημόσια ευημερία εναντίον της διχόνοιας. Αρα ήταν λάθος η άποψη του Μοντεσκιέ ότι η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα σε μικρότερες περιοχές. Το κινεζικό ΚΚ προχωρεί ένα βήμα παραπέρα. Με 3 τρισ. δολάρια στην κατοχή τους οι Κινέζοι λένε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία έχει βρει έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο να χειριστεί μια μεγάλη και ανομοιογενή επικράτεια.

Αυτό που καλούνται τώρα να κάνουν οι δύο γίγαντες της δημοκρατικής Δύσης είναι να αποδείξουν ότι ο Μάντισον είχε δίκιο ενώ ο Οσβαλντ Σπένγκλερ και το κινεζικό ΚΚ άδικο. Προς το παρόν επικρατεί χάος.

Ο κ.Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ