Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν την κοινή γνώμη από τη μία οργισμένη με τους πάντες και τα πάντα, από την άλλη σε πλήρη σύγχυση ως προς ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση. Η απόρριψη των πολιτικών, των κομμάτων και των μνημονίων συμβαδίζει με αποσπασματικές επιθυμίες αλλαγών που κινούνται από τις ιδιωτικοποιήσεις και το άνοιγμα επαγγελμάτων μέχρι την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων ή του πανεπιστημιακού ασύλου. Η εντύπωση είναι ότι το «όχι σε όλα» είναι απλώς πολύ ηχηρό και καλύπτει το «ναι» σε πολλές αλλαγές που διαισθητικά επιδοκιμάζονται.

Αυτό συμβαίνει διότι στη χώρα μας ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται στις κραυγές και στον εντυπωσιασμό και όχι στην ουσία των προβλημάτων. Οι συγκρίσεις με την Ιρλανδία ή την Πορτογαλία είναι αποκαλυπτικές. Εκεί ο δημόσιος λόγος δεν κυριαρχείται από ανθρώπους που λένε ότι οι δανειστές τους, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΔΝΤ, είναι τοκογλύφοι. Οτι τους βάζουν θηλιά στον λαιμό επειδή θέλουν να εξασφαλίσουν τα δάνειά τους. Οτι απαιτούν εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας τους. Οτι τους αναγκάζουν να ξεπουλήσουν τον εθνικό τους πλούτο. Οτι κλείνουν τα μαγαζιά λόγω μνημονίου. Οτι δεν πρέπει να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Οτι οι Κινέζοι ή οι Ρώσοι είναι έτοιμοι να τους δανείσουν. Οτι, αν εγκαταλείψουν το ευρώ, πιο πολύ από τους ίδιους θα πονέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Υποθέτω ότι και εκεί κάποιοι άνθρωποι θα λένε παρόμοια πράγματα. Σίγουρα, όμως, είναι περιθωριακοί. Δεν πρωτοστατούν, όπως εδώ, στον δημόσιo διάλογο και δεν προβάλλονται συνεχώς από την τηλεόραση, πνίγοντας κάθε προσπάθεια σοβαρής συζήτησης.

Το χειρότερο είναι ότι οι κραυγές γίνονται ολοένα πιο αδιέξοδες και απελπισμένες και φτάνουν ως την αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών και της πολιτισμένης συμβίωσης. Ο αποκλεισμός της Βουλής, οι προπηλακισμοί των βουλευτών, οι «κατασκηνώσεις» στο Σύνταγμα, η «άμεση δημοκρατία», η βία και η επιβολή, όλα μπερδεύονται με το δικαίωμα λόγου και διεκδίκησης, με τελικό αποτέλεσμα την εικόνα μιας κοινωνίας που τα έχει χαμένα, ξέρει μόνο να φωνασκεί χωρίς να στοχάζεται. Οσοι επιχειρούν να δουν την οικονομική μας κρίση ως κομμάτι της γενικότερης ευρωπαϊκής παραβλέπουν την «ιδιομορφία» μας, την ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία μας όχι να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας, αλλά να στοχαστούμε ορθολογικά πάνω σε αυτά.

Πώς φτάσαμε στο σημείο να κραυγάζουμε αντί να σκεφτόμαστε και να συζητάμε; Προφανώς, οι πολιτικοί μας έχουν τεράστια ευθύνη για αυτή την κατάσταση. Η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί με ειλικρίνεια και σαφήνεια να εξηγήσει πώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα, αναλώνεται στην εξασφάλιση της συνοχής της με εκπτώσεις και, συχνά, με αντιφάσεις στον λόγο της. Η αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθεί το μοντέλο Αλαβάνου- Τσίπρα σε λεκτικές ακρότητες και ύφος. Οπως αυτοί κατάφεραν να μεταλλάξουν την ανανεωτική Αριστερά σε ένα συνονθύλευμα αριστερίστικων ομάδων, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας μεταλλάσσει την συντηρητική παράταξη από κόμμα εξουσίας σε κόμμα ευκαιρίας της καταστροφής. Αν προσθέσετε και τις γνωστές κραυγές της Αριστεράς για έναν κόσμο που έπαψε προ πολλού να υπάρχει, θα αντιληφθείτε τις ευθύνες των πολιτικών συνολικά για την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου.

Αλλά, βέβαια, η ποιότητα του διαλόγου δεν εξαρτάται μόνο από τους πολιτικούς. Στις σύγχρονες δημοκρατίες ο δημόσιος διάλογος καθορίζεται εν πολλοίς από τα ΜΜΕ, τα οποία επιλέγουν τα θέματα, τον τρόπο ενημέρωσης καθώς και τα πρόσωπα που συμμετέχουν. Τα μέσα τελικά επιλέγουν αν θα προβάλουν τον σοβαρό λόγο ή τον ευτράπελο. Σε μας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι κάνουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Είναι βαθιά προσηλωμένοι σε νούμερα επιθεώρησης και απεχθάνονται οτιδήποτε έχει σχέση με υπεύθυνη ενημέρωση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη με τόσο άθλια τηλεόραση, που έχει αναγάγει σε σκοπό την παραπληροφόρηση, τον αποπροσανατολισμό, την αποβλάκωση, την κολακεία και τη διέγερση ό,τι πιο ποταπού υπάρχει στην κοινωνία. Την κρίση την αντιμετωπίζει ως μια μεγάλη ευκαιρία για τη δημιουργία θεάματος απόγνωσης, απελπισίας και φόβου.

Παντού στον κόσμο υπάρχουν τηλεοπτικοί σταθμοί που ειδικεύονται στην παραγωγή σκουπιδιών. Αλλά, την ίδια στιγμή, παντού υπάρχει και ένας στοιχειώδης ανταγωνισμός που εξασφαλίζει και ενημερωτικές εκπομπές ποιότητας. Σε μας, αυτές είναι η εξαίρεση. Ο κανόνας είναι το θέαμα με ηθοποιούς αντί παρουσιαστές ειδήσεων και καλεσμένους που σε δεύτερο ρόλο στηρίζουν τις θεατρικές παραστάσεις. Πρόκειται για άλλη μια «ιδιαιτερότητά» μας που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη σύγχυση που επικρατεί.

Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η κοινή γνώμη εμφανίζεται αντιφατική, έντονα απορριπτική σε κάθε σχέδιο και ταυτόχρονα θετική σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Οι πολιτικοί αδυνατούν να δείξουν μια προοπτική που να μετουσιώνει σε συγκροτημένες απόψεις το αίσθημα αλλαγής, και τα ΜΜΕ συνειδητά υπονομεύουν κάθε τέτοια προσπάθεια. Το αποτέλεσμα είναι να επικρατεί ένα κλίμα οργής και απόγνωσης που σκεπάζει τα πάντα και απειλεί να μας οδηγήσει σε χειρότερα δεινά. Η ειρωνεία είναι ότι οι υπεύθυνοι των μέσων προσποιούνται ότι η οργή που οι ίδιοι καλλιεργούν δεν τους αφορά. Προφανώς βαυκαλίζονται ότι θα διασωθούν από μια κατάρρευση της χώρας και θα συνεχίσουν τη δουλειά τους σαν να μη συνέβη τίποτε.

Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ