Bρίσκομαι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το δράμα της Βρετανίας διαπέρασε το κέλυφος του αμερικανικού ναρκισσισμού. Ο θρυλικός αμερικανός ρεπόρτερ Καρλ Μπερνστάιν το συγκρίνει με το σκάνδαλο που ο ίδιος αποκάλυψε, το Γουότεργκεϊτ. Στις πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές ο βρετανός ηθοποιός Χιου Γκραντ απευθύνει έκκληση προς τους Αμερικανούς να συνειδητοποιήσουν την ολέθρια επιρροή του Ρούπερτ Μέρντοκ και στα δικά τους μέσα ενημέρωσης. Οι οικονομικοί συντάκτες παρακολουθούν τις συνέπειες στις μετοχές της Νews Corp. Ο γερουσιαστής Τζον Ροκφέλερ καλεί για τη διεξαγωγή ερευνών προκειμένου να διαπιστωθεί αν έγιναν τηλεφωνικές υποκλοπές και σε βάρος Αμερικανών. Αν αποδειχθεί ότι είχε συμβεί το ίδιο με θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν θα πρόκειται απλώς για μια «διεθνή είδηση». Μόνο στο κανάλι Fox Νews του Μέρντοκ συμπεριφέρονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτε στην πραγματικότητα.

Αλλά πώς ερμηνεύονται όλα αυτά; Θα το διατύπωνα ως εξής: το φιάσκο του Μέρντοκ αποκαλύπτει μια ασθένεια που έφραζε με αργούς ρυθμούς τις αρτηρίες της καρδιάς του βρετανικού κράτους τα τελευταία 30 χρόνια. Πρόκειται για το καρδιακό επεισόδιο που σε προειδοποιεί ότι είσαι άρρωστος, αλλά σου δίνει την ευκαιρία να γίνεις πιο υγιής από πριν. Η αιτία της βρετανικής ασθένειας εντοπίζεται στα πανίσχυρα, αδίστακτα, ανεξέλεγκτα μέσα ενημέρωσης- το βασικό της σύμπτωμα ήταν ο φόβος.

Σε σύγκριση με την πλειονότητα των υπολοίπων κρατών, η Βρετανία είναι μια ελεύθερη χώρα. Από πολλές απόψεις, είναι καλύτερη σήμερα σε σύγκριση με το 1981 όταν ο Μέρντοκ αγόρασε τους «Τimes». Αλλά στο αποκορύφωμα της βρετανικής δημόσιας ζωής υπήρχαν άνδρες και γυναίκες που κυκλοφορούσαν με μικρούς παγοκρυστάλλους φόβου στην καρδιά τους. Και ο φόβος είναι εχθρικά διακείμενος προς την ελευθερία. Ενδόμυχα, πολιτικοί, υπεύθυνοι επικοινωνίας, δημόσια πρόσωπα και, όπως ανακύπτει τώρα, ανώτατοι αξιωματικοί της αστυνομίας, έλεγαν στον εαυτό τους: «Μην τα βάλεις με τον Μέρντοκ. Μην τα βάλεις με τις ταμπλόιντ».

Ο Μέρντοκ και οι συνεργάτες του παραβίασαν χωρίς καμία ντροπή την ιδιωτικότητα, από τη μία για να πουλήσουν εφημερίδες και από την άλλη για να διασφαλίσουν την πολιτική επιρροή. Γνωρίζουμε ότι οι υποκλοπές δεν σταματούσαν σε κανέναν και για κανέναν λόγο. Η βασιλική οικογένεια, οικογένειες στρατιωτών που σκοτώθηκαν εν ώρα καθήκοντος, παιδιά που είχαν απαχθείόλοι στόχοι παράνομων παρεμβάσεων και έκθεσης. Η υπερφίαλη δύναμη των μέσων ενημέρωσης διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό τη βρετανική πολιτική. Παρατηρώντας τα συντρίμμια της καλοπροαίρετης προσπάθειας του Τόνι Μπλερ να βάλει τέλος στη χρόνια αναποφασιστικότητα της Βρετανίας για τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μια προσπάθεια που καταστράφηκε από τον ευρωσκεπτικιστικό Τύπο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο Μέρντοκ ήταν ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας στη Βρετανία.

Αλλά αν η υπέρτατη μονάδα μέτρησης της σχετικής ισχύος είναι το ποιος φοβάται περισσότερο ποιον, τότε θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο Μέρντοκ ήταν- με αυτή τη στενή, σκληροπυρηνική έννοια- πιο ισχυρός από τους τρεις τελευταίους πρωθυπουργούς της Βρετανίας, διότι τον φοβούνταν περισσότερο από όσο εκείνος αυτούς. Λάβετε υπόψη τα δεδομένα. Ο Μπλερ είχε δει τον προκάτοχό του Τζον Μέιτζορ και τον ηγέτη των Εργατικών Τζον Κίνοκ να καταστρέφονται από τον εχθρικό Τύπο. Πήρε το μάθημά του. Καλόπιανε τους βαρόνους του Τύπου και μόνο όταν εγκατέλειπε το αξίωμά του, έπειτα από δέκα χρόνια, τόλμησε να αποκηρύξει τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης που συμπεριφέρονταν σαν «άγριο θηρίο».

Την περασμένη εβδομάδα μάθαμε ότι ο διάδοχος του Μπλερ, ο Γκόρντον Μπράουν, πιστεύει ότι υπεκλάπη το ιατρικό, τραπεζικό και πιθανώς φορολογικό ιστορικό της οικογένειάς του. Ο Μπράουν μάς είπε ότι ξέσπασε σε λυγμούς όταν η τότε διευθύντρια της «Sun», Ρεμπέκα Γουέιντ, του τηλεφώνησε για να τον πληροφορήσει ότι η εφημερίδα θα αποκάλυπτε ότι ο τετράχρονος γιος του Φρέιζερ είχε κυστική ίνωση. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα ο Μπράουν παρευρέθηκε στον γάμο της Ρεμπέκα- η οποία τώρα λέγεται Ρεμπέκα Μπρουκς και είναι το δεξί χέρι του Μέρντοκ στη «Νews Ιnternational». Η Φάτα Μοργκάνα της βρετανικής δημοσιογραφίας ήταν πολύ ισχυρή για να ταπεινωθεί.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον ξεπέρασε τον Μπλερ στο καλόπιασμα των βαρόνων εν γένει και του Μέρντοκ ειδικότερα. Προσέλαβε τον πρώην διευθυντή της «Νews of the World», Αντι Κόλσον, ως σύμβουλο επικοινωνίας του. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιον από τον βρετανικό δημοσιογραφικό κόσμο που να πίστευε ότι ο πρώην διευθυντής ήταν τόσο αθώα «ανυποψίαστος» για τις ενέργειες των συντακτών του όσο δήλωνε. Αλλά ο Κάμερον αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις και τον προσέλαβε.

Ακόμη όμως και αν υπάρχουν χειρότερες αποκαλύψεις για το παρελθόν, το μέλλον δείχνει πιο ελπιδοφόρο. Το καλύτερο της βρετανικής δημοσιογραφίας ξεσκέπασε το χειρότερο. Στο κοινοβούλιο παίρνουν την εκδίκησή τους. Οι ηγέτες των κομμάτων και οι απλοί βουλευτές επαναδιεκδικούν την κυριαρχία των εκλεγμένων πολιτικών έναντι των μη εκλεγμένων βαρόνων του Τύπου. Το εμπόδιο του φόβου ξεπεράστηκε.

Από αυτό το βαθύ τέλμα πρέπει να αναδυθεί ένα σύστημα που θα ισορροπεί μεταξύ της πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης, της αστυνομίας και του νόμου και θα σέβεται την ανεξαρτησία του Τύπου και των δημοσιογράφων. Ο κίνδυνος είναι μήπως καταλαγιάσει ο αρχικός θυμός και η Βρετανία περιοριστεί πάλι σε ημίμετρα, όπως συνέβη με το σκάνδαλο των βουλευτικών εξόδων. Αλλά, προς το παρόν, μια από τις πιο σοβαρές πολιτικές κρίσεις στο βρετανικό πολιτικό σύστημα εδώ και 30 χρόνια έχει προσφέρει μια ευκαιρία. Θα επιστρέψω το φθινόπωρο σε μια Βρετανία που θα είναι λίγο πιο ελεύθερη.

Ο κ.Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ