ΤΟ ΒΗΜΑ- THE PROJECT SYNDICATE

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε μέσω αυτού που ο Καρλ Πόππερ χαρακτήρισε ως «τμηματική κοινωνική μηχανική», την αντιμετώπιση δηλαδή των δυσκολιών που προκύπτουν με συνεχείς μεταρρυθμίσεις και μεταβολές, οι οποίες επέρχονται σταδιακά.

Μια ομάδα μακρόπνοων πολιτικών, έχοντας εμπνευστεί από το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, αναγνώρισε ότι αυτό το ιδανικό θα μπορούσε να κατακτηθεί μόνο βαθμιαία, θέτοντας περιορισμένους στόχους, κινητοποιώντας την πολιτική βούληση που απαιτούνταν για να τους κατακτήσει και συνάπτοντας συνθήκες, οι οποίες απαιτούσαν από τα κράτη να παραδίδουν μόνον τόση εθνική κυριαρχία, όση θα μπορούσαν να αντέξουν πολιτικά. Κάπως έτσι μετατράπηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα σε Ε.Ε.- κάνοντας ένα βήμα τη φορά, έχοντας κατανοήσει ότι κάθε βήμα ήταν ανολοκλήρωτο και ότι υπήρχε ανάγκη στο μέλλον για περαιτέρω βήματα την κατάλληλη στιγμή.

Οι εμπνευστές της Ε.Ε. δημιούργησαν την απαραίτητη πολιτική βούληση αντλώντας από τις μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αξιοποιώντας την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και τα οικονομικά οφέλη μιας ευρύτερης ενοποίησης. Η διαδικασία τράφηκε από την ίδια της την επιτυχία και, αφού η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, δέχθηκε μια δυναμική ώθηση από την προοπτική της γερμανικής επανένωσης.

Η Γερμανία αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να επανενωθεί μόνο στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και ήταν πρόθυμη να πληρώσει το τίμημα. Με τους Γερμανούς να συμβάλλουν στην συμφιλίωση των αντίπαλων εθνικών συμφερόντων, βάζοντας στο τραπέζι κάτι παραπάνω, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έφτασε στο απόγειό της με την Συνθήκη του Μάαστριχτ και την εισαγωγή του ευρώ.

Το ευρώ όμως ήταν ένα ατελές νόμισμα: διέθετε μεν κεντρική τράπεζα, αλλά όχι και ενιαίο ταμείο. Οι εμπνευστές της ευρωζώνης είχαν πλήρη επίγνωση των ελλείψεων, πίστευαν όμως ότι, σε περίπτωση που ανέκυπτε ανάγκη, θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν αρκετή πολιτική βούληση ώστε να κάνουν το επόμενο βήμα..

Δεν συνέβη αυτό όμως, γιατί το ευρώ είχε και άλλες αδυναμίες, τις οποίες οι δημιουργοί του αγνοούσαν. Οι τελευταίοι εργάστηκαν βάσει της λανθασμένης αντίληψης ότι οι αγορές μπορούν να διορθώσουν μόνες τους τις δικές τους υπερβολές, και έτσι σχεδίασαν κανόνες για να περιορίσουν μόνον τις υπερβολές στην λειτουργία του δημόσιου τομέα. Ακόμα και σε αυτό το θέμα όμως λάθεψαν, αφού στηρίχτηκαν υπερβολικά στην «αυτό-αστυνόμευση» από πλευράς των εθνικών κυβερνήσεων.

Όμως οι υπερβολές αφορούσαν κατά βάση τον ιδιωτικό τομέα, αφού η σύγκλιση επιτοκίων οδήγησε σε οικονομική απόκλιση: τα χαμηλότερα επιτόκια στις πιο αδύναμες χώρες πυροδότησαν «φούσκες» στον κατασκευαστικό τομέα, ενώ η ισχυρότερη χώρα, η Γερμανία, χρειάστηκε να «σφίξει το ζωνάρι» για να μπορέσει να διαχειριστεί το βάρος της δικής της επανένωσης. Στο μεταξύ, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος διαβρώθηκε πλήρως λόγω της διάδοσης ασταθών τραπεζικών «εργαλείων» και αβέβαιων, επισφαλών πρακτικών δανεισμού.

Μετά την επανένωση της Γερμανίας, το βασικό κίνητρο για την διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχε απομακρυνθεί από το προσκήνιο, και η χρηματοπιστωτική κρίση απελευθέρωσε μια δύναμη αποσύνθεσης και κατακερματισμού. Η αποφασιστική στιγμή ήρθε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, όταν οι αρχές αναγκάστηκαν να εγγυηθούν ότι κανένα άλλο συστημικώς σημαντικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα επιτρεπόταν να «πέσει». Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ επέμεινε τότε πως ότι δεν επρόκειτο να υπάρξουν κοινές ευρωπαϊκές τραπεζικές εγγυήσεις: κάθε χώρα έπρεπε να φροντίσει τα δικά της χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό αποτέλεσε και την ρίζα του κακού για την σημερινή κρίση στην ζώνη του Ευρώ.

Η χρηματοπιστωτική κρίση ανάγκασε τα κυρίαρχα κράτη να καλύψουν με δικές τους πιστώσεις τις «μαύρες τρύπες» των τραπεζών τους, κι έτσι γρήγορα τέθηκε σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία των κρατικών ομολόγων της Ευρώπης. Τα ασφάλιστρα κινδύνου διευρύνθηκαν, και η Ευρωζώνη διασπάστηκε σε κράτη-πιστωτές και κράτη-οφειλέτες. Η Γερμανία έκανε στροφή 180 μοιρών, αφού από βασική ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετατράπηκε στον κύριο αντίπαλο της μετατροπής της Ένωσης σε μια «ένωση μεταφοράς πόρων».

Αυτό δημιούργησε μια Ευρώπη «δύο ταχυτήτων», με τα κράτη-οφειλέτες να βουλιάζουν υπό το βάρος των υποχρεώσεων τους, και με τα πλεονασματικά κράτη να προχωρούν με αποφασιστικότητα. Καθώς είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής, η Γερμανία είχε τη δυνατότητα να καθορίσει τους όρους της βοήθειας, που ήταν τιμωρητικοί και ώθησαν τα κράτη-οφειλέτες στην πτώχευση. Στο μεταξύ, η Γερμανία επωφελήθηκε από την κρίση, η οποία μείωσε την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και τόνωσε ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά των προϊόντων της.

Καθώς η ολοκλήρωση έχει μετατραπεί σε διάσπαση, ο ρόλος του ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου έχει επίσης αντιστραφεί, αφού από εμπροσθοφυλακή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μεταβλήθηκε σε υπερασπιστή του υπάρχοντος status quo. Σαν αποτέλεσμα, όποιος θεωρεί το status quo ανεπιθύμητο, απαράδεκτό ή μη βιώσιμο αναγκάστηκε να προσχωρήσει σε αντί-ευρωπαϊκές θέσεις. Κι έτσι, όσο οι καταχρεωμένες χώρες ωθούνται στην χρεοκοπία, τόσο ενισχύονται τα εθνικιστικά πολιτικά κόμματα- όπως για παράδειγμα οι Αληθινοί Φιλανδοί.
Όμως η πολιτική ελίτ της Ευρώπης επιμένει να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση για το υπάρχον status quo. Οι αρμόδιες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες καταφεύγουν σε μέτρα απόγνωσης, ώστε να κερδίσουν λίγο χρόνο. Αλλά ο χρόνος λειτουργεί εναντίον τους: η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων απομακρύνει τα κράτη-μέλη ακόμη περισσότερο. Η Ελλάδα οδηγείται χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα σε άτακτη χρεοκοπία και/ή νομισματική υποτίμηση, με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Για να σταματήσει και να αντιστραφεί αυτή η φαινομενικά αμείλικτη διαδικασία, πρέπει επειγόντως η Ελλάδα και η ευρωζώνη να υιοθετήσουν ένα «Σχέδιο Β». Η ελληνική χρεοκοπία ίσως είναι αναπόφευκτη, αλλά δεν χρειάζεται να γίνει άτακτα. Και, αν και ορισμένα «ντόμινο» συνεπειών θα είναι αναπόφευκτα – οτιδήποτε συμβεί στην Ελλάδα είναι πιθανό να επεκταθεί στην Πορτογαλία, ενώ και η χρηματοπιστωτική κατάσταση της Ιρλανδίας μπορεί να καταστεί μη διαχειρίσιμη- η υπόλοιπη Ευρωζώνη πρέπει να προστατευτεί. Αυτό σημαίνει ισχυροποίηση της ευρωζώνης, κάτι που πιθανόν να απαιτήσει ευρύτερη χρήση εύρω-ομολόγων, αλλά και κάποιο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που θα ισχύει για όλη την ευρωζώνη.

Για να συγκεντρωθεί η απαραίτητη πολιτική βούληση θα χρειαστεί ένα Σχέδιο Β’ και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή ελίτ χρειάζεται να επανακάμψει στις αρχές που οδήγησαν στη δημιουργία της Ένωσης, αναγνωρίζοντας πως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα είναι εγγενώς ατελής, και ότι οι αντιλήψεις μας είναι εκ των πραγμάτων μεροληπτικές, ότι οι θεσμοί μας είναι δεδομένο πως έχουν ψεγάδια. Μια ανοιχτή κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τις επικρατούσες διευθετήσεις ως κάτι ιερό απαραβίαστο: πρέπει να επιτρέπει την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων, όταν οι υπάρχοντες χειρισμοί αποτυγχάνουν.

Είναι ίσως πιθανή η κινητοποίηση μιας φίλοευρωπαϊκής σιωπηρής πλειοψηφίας για την στήριξη της ιδέας πως, όταν το status quo αποδεικνύεται μη διατηρήσιμο, τότε θα πρέπει να αναζητούμε μια κοινή ευρωπαϊκή λύση, και όχι πολυάριθμες εθνικές. Οι «Αληθινοί Ευρωπαίοι» πρέπει να ξεπεράσουν σε αριθμό τους Αληθινούς Φιλανδούς και τους άλλους αντί-Ευρωπαίους, στη Γερμανία και αλλού.

Ο Τζορτζ Σορός είναι πρόεδρος του δ.σ. του επενδυτικού κεφαλαίου Soros Fund Management.