Αν και οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε πια σήμερα ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, καταφεύγουμε στο παρελθόν προκειμένου να διερευνήσουμε και να κατανοήσουμε φαινόμενα και γεγονότα του παρόντος. Χωρίς ωστόσο να το συνειδητοποιούμε πάντα, οι ιστορικές μας αναδρομές δημιουργούν συχνά την αυταπάτη της γραμμικής εξέλιξης των πραγμάτων μέσα στον χρόνο. Η Ιστορία όμως δεν περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη και στην κατανόηση της συνέχειας αλλά και της αλλαγής και της διαφοράς.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την κρίση της ελληνικής οικονομίας. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, μπορούμε να εντοπίσουμε ουκ ολίγες κρίσεις στο ελληνικό κράτος, με κορυφαίες εκείνες του 1893 και του 1932. Τα δημοσιονομικά προβλήματα, η συνεχής αναχρηματοδότηση του χρέους και η πελατειακή δομή του κράτους προβάλλουν έτσι ενώπιόν μας μαζί με τις πολύπλευρες συνέπειές τους: κρίσεις του πολιτικού συστήματος, διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια, εξάρσεις του συντηρητισμού, αναδίπλωση στον εθνικισμό. Ακόμη κι αν δεν φλερτάρουμε με τη στερεοτυπική αντίληψη περί της «Ιστορίας που επαναλαμβάνεται», ελλοχεύει ο κίνδυνος να αντιληφθούμε τα φαινόμενα στο πλαίσιο μιας εκ των υστέρων κατασκευασμένης κανονικότητας.

Αν απεμπλακούμε όμως από αυτή τη λογική, ενδέχεται να εντοπίσουμε σημαντικές διαφορές της παρούσας κρίσης σε σχέση με τις κρίσεις του παρελθόντος. Για παράδειγμα, τόσο στον 19ο όσο και στον 20ό αιώνα, η Ελλάδα κατέλαβε μια θέση μέσα σε έναν παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, πολιτικών και οικονομικών, όπου οι τότε ευρωπαϊκές «Μεγάλες Δυνάμεις» από τις οποίες ήταν ποικιλοτρόπως εξαρτημένη ήταν εν πολλοίς κυρίαρχες. Οι «εποχές» του κεφαλαίου και των αυτοκρατοριών, όπως τις περιέγραψε ο Εric Ηobsbawm, ήταν εποχές ευρωπαϊκής και κατ΄ επέκτασιν δυτικής κυριαρχίας. Στις αρχές του 21ου αιώνα η Ευρώπη αλλά και η Δύση γενικότερα δύσκολα μπορούν να διεκδικήσουν μια τέτοια πρωτοκαθεδρία, ενώ οι «αναδυόμενες οικονομίες» καθιστούν πολύ πιο σύνθετη την πλανητική τάξη του καπιταλισμού. «Είμαστε όλοι μικρές δυνάμεις τώρα» έγραψε πρόσφατα ο ιστορικός Μark Μazower σε ένα άρθρο του για την ελληνική κρίση. Ασφαλώς δεν εννοεί ότι εξισωθήκαμε επιτέλους όλοι (έστω και προς τα κάτω), αλλά επισημαίνει με γλαφυρό τρόπο την αλλαγή θέσης της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκηνή.

Επιπλέον, οι ιστορικές αναδρομές δεν πρέπει να μας εγκλωβίζουν μόνο σε «όσα έγιναν». Οι κρίσεις ανατοποθετούν τις κοινωνίες και το συλλογικό φαντασιακό όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν ή το παρόν αλλά κυρίως με το μέλλον. Σε προηγούμενες εποχές, ανεξάρτητα από το πώς τα αξιολογούμε σήμερα, συλλογικά οράματα και σχέδια για το μέλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των κρίσεων. Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα η Μεγάλη Ιδέα με τις πολλαπλές εκδοχές και προσανατολισμούς της λειτουργούσε ως πρόγραμμα εθνικής και κοινωνικής συνοχής. Στον 20ό αιώνα τα αντίπαλα πολιτικά προγράμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς προσδιόρισαν τις συλλογικές στάσεις, ενώ στη μεταπολεμική περίοδο οι ιδέες της ανασυγκρότησης αλλά και της ευρωπαϊκής ενοποίησης κέρδισαν ευρύτερη αποδοχή. Ανεξάρτητα από το πώς τοποθετείται ο καθένας απέναντί τους, αυτά τα πολιτικά προγράμματα απετέλεσαν δείκτες χάραξης ενός μελλοντικού δρόμου. Κάθε εποχή φανταζόταν την επόμενη. Ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσεων που παρήγαγαν οι πόλεμοι, οι οικονομικές αναταράξεις, οι πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί, η φαντασία του μέλλοντος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των δυσκολιών του παρόντος.

Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν μας, προτού αποφασίσουμε να καταδικάσουμε συνολικά για πραγματικά και φανταστικά λάθη και αμαρτήματα τη Μεταπολίτευση, θεωρούσαμε ότι αποτελούσε εποχή πολιτικών, κοινωνικών και (ενδεχομένως) οικονομικών κατακτήσεων για ένα καλύτερο μέλλον. Αν η σημερινή κρίση μάς ανατοποθετεί σε ό,τι αφορά το παρελθόν, έχει άραγε ενεργοποιήσει ένα όραμα για το μέλλον όπου μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη; Να μια διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες κρίσεις την οποία αξίζει ίσως να σκεφτούμε.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ