Τις τεχνικές λεπτομέρειες μπορεί να μην τις καταλάβουμε ποτέ. Το επιτόκιο του 8%, όμως, με το οποίο πρότειναν να μας δανείσουν οι Γάλλοι, δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι θα μας οδηγήσει στη χρεοκοπία.

Σίγουρα το έχει καταλάβει πια και η κυβέρνηση. Και όσο και αν το γαλλικό σχέδιο φαίνεται ότι ναυαγεί, η μεγάλη «μάχη» τις επόμενες εβδομάδες θα δοθεί για τους όρους της βοήθειας προς την Ελλάδα. Είμαστε σε θέση να διαπραγματευτούμε; Πολλοί, δικαιολογημένα, αμφιβάλλουν. Με την πλάτη στον τοίχο και με τον κίνδυνο του ξαφνικού θανάτου, δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε έτοιμοι να πάρουμε ό,τι μας δώσουν. Αυτή τη φορά ωστόσο τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν διαφορετικά. Πρώτον, γιατί η κυβέρνηση αισθάνεται ότι το δικό της μέρος της «συμφωνίας» το τήρησε και μάλιστα με μεγάλο πολιτικό κόστος. Και δεύτερον, γιατί κατανοεί ότι αν δεν υπάρξει κάποιας μορφής χαλάρωση, αν δεν αλλάξει το κλίμα, τότε το τέλος θα έρθει έτσι κι αλλιώς, με το πολιτικό σύστημα να καταρρέει και την ελληνική κοινωνία να εκρήγνυται. Δάνειο ζητάμε, όχι πιστοποιητικό θανάτου.

Ενδεχομένως να το καταλαβαίνουν και οι Ευρωπαίοι. Το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγηθεί με τους οίκους αξιολόγησης, η υποβάθμιση της Πορτογαλίας και ο κίνδυνος να ξεφύγουν από τον έλεγχο οι εξελίξεις, βάζουν όλο και πιο επιτακτικά στο τραπέζι την ανάγκη μιας συνολικής και αποτελεσματικής λύσης. Μιας λύσης που δεν θα είναι υπό διαρκή αμφισβήτηση, αλλά θα καλμάρει τις αγορές και θα πείθει ότι υπάρχει η πολιτική βούληση να διατηρηθούν το ευρώ και η ευρωζώνη με τη σημερινή τους μορφή.

Με αυτή την έννοια, οι διαβόητοι οίκοι αξιολόγησης μπορεί και να επιτελούν θετικό έργο. Απορρίπτουν τις πιρουέτες Μέρκελ και Σαρκοζί- που έχουν μόνο στόχο τα εκλογικά τους ακροατήριακαι απαιτούν να αποκτήσει η Ευρώπη στιβαρή και σοβαρή πολιτική καθοδήγηση.

Ποια μπορεί να είναι η τελική λύση κανένας δεν το γνωρίζει. Είναι σαφές όμως ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή και φτηνή χρηματοδότηση- ο αμερικανός οικονομολόγος Τζ. Σαχς μίλησε για επιτόκιο 3%- και ταυτόχρονα απελευθέρωση πόρων για επενδύσεις.

Εστω λοιπόν ότι παίρνουμε τα λεφτά και με καλούς όρους – ενδεχόμενο ακόμη αβέβαιο. Σωθήκαμε; Πολλοί, όχι άδικα, θα συνεχίσουν να αμφιβάλλουν. Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύθηκε μια έρευνα από ένα ευρωπαϊκό think tank, το οποίο συνέκρινε τις περιπτώσεις της Αργεντινής με την Ελλάδα θέτοντας το ερώτημα αν η χώρα μας θα μπορέσει να αποφύγει τη χρεοκοπία. Το συμπέρασμά του μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο λέξεις: πολύ δύσκολα.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον φυσικά βρίσκεται στην ανάλυση. Από πλευράς οικονομικών δεικτών η Ελλάδα είναι σε χειρότερη κατάσταση. Εχουμε πολύ μεγαλύτερο χρέος σε σχέση με την Αργεντινή του 2001 και μεγαλύτερα ελλείμματα τόσο στον προϋπολογισμό όσο και στο εξωτερικό ισοζύγιο. Παρ΄ όλα αυτά αντέχουμε και το μυστικό βρίσκεται στις τράπεζες.

Στην Αργεντινή η κρίση ξέσπασε όταν ο κόσμος άρχισε να αποσύρει μαζικά τις καταθέσεις του. Στην Ελλάδα όμως αυτό δεν έγινε ακριβώς, διότι είμαστε μέλος της ευρωζώνης και οι τράπεζες εξασφαλίζουν ρευστό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ως πότε όμως; Πόσο μπορεί να αντέξει η οικονομία σε συνθήκες εσωτερικής πολιορκίας; «Ο ελληνικός λαός», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, «μοιάζει αποφασισμένος να σπρώξει τη χώρα στη χειρότερη από όλες τις επιλογές, μια άτακτη χρεοκοπία».

Γιατί βέβαια αντιμετωπίσαμε τη συναίνεση σαν ένα παιχνίδι για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι ζούμε ριζικά διαφορετικές συνθήκες. Οτι η συναίνεση και γενικότερα η στάση μας απέναντι στην κρίση αποτελεί αυτοδύναμη και ίσως την πιο σημαντική παράμετρο για το πώς θα προχωρήσουμε. Και ότι εν πάση περιπτώσει είναι υποκριτικό να θρηνούμε για την απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, όταν εμείς οι ίδιοι δεν θέλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.

kapsis@dolnet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ