Την Πέμπτη, ο πρόεδρος Ομπάμα συναντήθηκε με τους Ρεπουμπλικάνους για να συζητήσουν μια πιθανή συμφωνία για το χρέος. Δεν ξέρουμε ακριβώς ποια ήταν η πρόταση, αλλά δημοσιεύματα πριν από την συνάντηση άφηναν να εννοηθεί πως ο κ.Ομπάμα πρόσφερε τεράστιες περικοπές δαπανών, που πιθανότατα θα περιλαμβάνουν περικοπές στην Κοινωνική Ασφάλιση και «ψαλίδι» στην κάλυψη όλων των Αμερικανών πολιτών από το σύστημα περίθαλψης Medicare.

Φυσικά οι λεπτομέρειες έχουν μεγάλη σημασία, αλλά όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι – και η πλειοψηφία των Δημοκρατικών – είναι λογικό να ανησυχούν σφόδρα. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να είναι απλό θέατρο: ο κ.Ομπάμα μπορεί να δοκιμάζει ένα τέχνασμα «αντί-Κορλεόνε», με την έννοια ότι – σε αντίθεση με τον κινηματογραφικό «Νονό» – ίσως κάνει στους Ρεπουμπλικάνους μια πρόταση που δεν μπορούν να αποδεχτούν.

Οι αναφορές λένε ότι το σχέδιο Ομπάμα περιλαμβάνει επίσης και πρόσθετα κρατικά έσοδα μέσω αυξήσεων στην φορολόγηση -μια έννοια που παραμένει ανάθεμα για την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων. Ίσως λοιπόν ο προεδρικός στόχος είναι να στριμώξει την αντιπολίτευση στην γωνία, κάνοντας τους Ρεπουμπλικάνους να μοιάζουν με αδιάλλακτους εξτρεμιστές – αυτό δηλαδή που όντως είναι.

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Γίνεται όλο και δυσκολότερο να εμπιστευτεί κανείς τα κίνητρα του κ.Ομπάμα στην μάχη του προϋπολογισμού, με δεδομένη την στροφή της οικονομικής ρητορικής του προς τα δεξιά. Στην πραγματικότητα, αν παρακολουθήσει κανείς τις ομιλίες του, θα συμπεράνει ότι ο πρόεδρος βασικά συμμερίζεται την διάγνωση των Ρεπουμπλικανών ως προς το τι «πονάει» την οικονομία μας και τι πρέπει να γίνει για να διορθωθεί.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δεξιάς στροφής ήρθε το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν ο κ.Ομπάμα βρήκε να πει τα εξής για τον προϋπολογισμό: «Η κυβέρνηση πρέπει να αρχίσει να ζει με όσα βγάζει, όπως ακριβώς κάνουν και οι οικογένειες. Πρέπει να κόψουμε τις δαπάνες που δεν «αντέχουμε», ώστε η οικονομία να πατήσει σε σταθερότερο έδαφος, και να δώσουμε στις επιχειρήσεις μας την εμπιστοσύνη που χρειάζονται για να αναπτυχθούν και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας».

Σε δύο μόλις προεδρικές προτάσεις, χώρεσαν τρεις από τις αγαπημένες οικονομικές σοφιστείες της δεξιάς. Όχι, η κυβέρνηση δεν πρέπει να προϋπολογίζει έσοδα και δαπάνες όπως οι οικογένειες: αντιθέτως, η προσπάθεια εξισορρόπησης του προϋπολογισμού σε καιρό οικονομικών δυσκολιών οδηγεί σε παράταση της κάμψης. Οι περικοπές δαπανών σε αυτή την φάση δεν θα «σταθεροποιήσουν» την οικονομία. Θα περιορίσουν την ανάπτυξη και θα αυξήσουν την ανεργία. Τέλος, οι επιχειρήσεις δεν συγκρατούν τις επενδύσεις τους λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στις κυβερνητικές πολιτικές: συγκρατούνται γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί καταναλωτές για τα προϊόντα τους – ένα πρόβλημα που μπορεί να χειροτερέψει με τις νέες περικοπές δαπανών.

Στις σύντομες δηλώσεις του μετά την συνάντηση της Πέμπτης, παρεμπιπτόντως, ο κ.Ομπάμα φάνηκε να επαναλαμβάνει την αλά Χέρμπερτ Χούβερ άποψη ότι αυτό που χρειάζεται για την οικονομική ανάπτυξη είναι «η μείωση των ελλειμμάτων».

Ο κόσμος με ρωτά γιατί οι οικονομικοί σύμβουλοι του προέδρου δεν του λένε ότι δεν πρέπει να πιστεύει στην «νεράιδα της εμπιστοσύνης» – να μην πιστεύει δηλαδή στην δημοφιλή μεταξύ των δεξιών άποψη (που ωστόσο διαψεύδεται δραματικά από τα γεγονότα) ότι η «σφαγή» των δαπανών εν μέσω ύφεσης μπορεί με μαγικό τρόπο να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Η απάντηση μου είναι, για ποιους οικονομικούς συμβούλους μιλάμε; Όλοι σχεδόν οι υψηλού επιπέδου οικονομολόγοι που συμμετείχαν αρχικά στην κυβέρνηση Ομπάμα είτε έφυγαν, είτε φεύγουν.

Και δεν αντικαταστάθηκαν από άλλους. Όπως έγραψε πρόσφατα η Wall Street Journal, ο αριθμός των κενών θέσεων σε σημαντικά κυβερνητικά οικονομικά πόστα είναι «εντυπωσιακός». Ποιος λοιπόν καθορίζει τις οικονομικές απόψεις της κυβέρνησης;

Ορισμένα από τα πράγματα που ακούμε πιθανόν να προέρχονται από το πολιτικό επιτελείο, τα μέλη του οποίου φαίνεται να πιστεύουν πως μια κίνηση προς τις θέσεις των Ρεπουμπλικάνων, αντίστοιχη με την περίφημη «τριγωνομετρία» του πρώην προέδρου Μπιλ Κλίντον στην δεκαετία του 1990, είναι το κλειδί για την επανεκλογή του κ.Ομπάμα. Και είναι αλήθεια πως ο κ.Κλίντον πράγματι ανέκαμψε από την μεγάλη ήττα του στις ενδιάμεσες εκλογές του 1994 για να κερδίσει εντυπωσιακά στις προεδρικές του 1996.

Όμως ορισμένοι εξ ημών πιστεύουμε ότι εκείνη η ανάκαμψη είχε λιγότερο να κάνει με την ρητορική στροφή προς το κέντρο και περισσότερο με τα πέντε εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας που προστέθηκαν στην αμερικανική οικονομία εκείνη την κρίσιμη διετία – ένα επίτευγμα που μοιάζει απίθανο να επαναληφθεί στις μέρες μας, ιδίως εν μέσω νέων περικοπών στις ομοσπονδιακές δαπάνες.

Όμως και να’ χει, δεν πιστεύω ότι όλα είναι αποτέλεσμα πολιτικών υπολογισμών. Παρακολουθώντας τον κ.Ομπάμα και ακούγοντας τις πρόσφατες δηλώσεις του, έχω σχηματίσει την άποψη πως συμβουλεύεται πλέον ανθρώπους που όντως πιστεύουν πως το έλλειμμα, και όχι η ανεργία, είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Αμερική, και που ακόμη πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος να μειωθεί το έλλειμμα είναι μέσω περικοπών. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ακόμη και οι Ρεπουμπλικάνοι απέφυγαν να προτείνουν περικοπές στην Κοινωνική Ασφάλιση: αυτό είναι κάτι που ο κ.Ομπάμα και οι σύμβουλοι του προφανώς προσέθεσαν από μόνοι τους.

Ιδού λοιπόν το μέγα ερώτημα: αν προκύψει όντως ένα «ντιλ» για το χρέος, το οποίο όμως θα αντανακλά με εξόφθαλμο τρόπο συντηρητικές ιδεολογίες και προτεραιότητες, θα πρέπει να ψηφιστεί από τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο;

Οι άνθρωποι γύρω από τον κ.Ομπάμα σίγουρα θα υποστηρίξουν πως τα άλλα μέλη του κόμματος θα πρέπει να τον εμπιστευτούν, και ότι όποια και να΄ ναι η τελική συμφωνία, θα είναι η καλύτερη δυνατή. Όμως είναι δυσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί ένας πρόεδρος που κάνει ότι μπορεί για να αναπαράγει την ρητορική των Ρεπουμπλικάνων και υιοθετεί λανθασμένες συντηρητικές απόψεις, να αξίζει αυτού του είδους την εμπιστοσύνη.