Ευτυχώς, αποφύγαµε τη συγκυβέρνηση! Ο Θεός της Ελλάδας µας βοήθησε, για άλλη µία φορά! ∆ιότι κατανόησε το αυτονόητο, αυτό που δεν κατανοούν ούτε οι αρχηγοί των δύο µεγάλων κοµµάτων ούτε οι ηγέτες των ευρωπαϊκών θεσµών που θέλουν να εκβιάσουν τη συναίνεσή τους. Οτι δηλαδή η συγκυβέρνηση που υλοποιείται στο µέσον του εκλογικού κύκλου, που δεν προκύπτει ως αποτέλεσµα εκλογικής αναµέτρησης, είναι άκρως επικίνδυνη. ∆ιότι, πρώτον, στερείται ηγεµονίας και ηγεσίας και, δεύτερον, θα οδηγούσε σε συγκρούσεις (καθώς θα είχε ως υποχρεωτικό ορίζοντα, όποια και να ήταν η αρχική συµφωνία, τη γρήγορη προσφυγή στις κάλπες). Στην ουσία, η χώρα απέφυγε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό. Να έχει έναν πρωθυπουργό χωρίς ισχύ, ο οποίος θα διαπραγµατευόταν κάθε του σηµαντική κίνηση µε δύο πολιτικά ισχυρές προσωπικότητες: τον απερχόµενο πρωθυπουργό (ο οποίος δεν θα είχε ηττηθεί σε εκλογές, ώστε να είναι αδύναµος) και τον υποψήφιο µελλοντικό πρωθυπουργό (που όµως δεν θα είχε νικήσει σε εκλογές, ώστε να κυριαρχεί επί του αντιπάλου του). Στέλνεις σε µια δύσκολη διαπραγµάτευση και απέναντι σε ισχυρότερους παίκτες µια τέτοια τριάδα;

Μόνον αν έχεις χρηµατιστεί από γελοιογράφους και επιθεωρησιογράφους.

Αν αποφύγαµε τη συγκυβέρνηση, δεν αποφύγαµε το πρώτο µεγάλο επεισόδιο αυτού που είχαµε περιγράψει στις στήλες αυτές, πριν από 15 ηµέρες, ως «απώλεια πολιτικού ελέγχου». Οι τραγελαφικές διαπραγµατεύσεις των δύο αρχηγών, η εξέγερση της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του ΠΑΣΟΚ, η εσπευσµένη λήξη συναγερµού, ο βιαστικός ανασχηµατισµός υπήρξαν εκδηλώσεις της «απώλειας πολιτικού ελέγχου». Στην πραγµατικότητα, στην πηγή αυτών των επεισοδίων βρίσκεται η ριζική αλλαγή στη στάση της κοινής γνώµης, το τέλος της ανοχής στην πολιτική του µνηµονίου. Οταν η τεράστια πίεση των οικονοµικών γεγονότων συγχρονίζεται µε µεγάλη λαϊκή πίεση, οι ηγέτες ωθούνται εύκολα στο λάθος και σε απονενοηµένες κινήσεις. Το «ανεξέλεγκτοεπεισόδιο» είναι στοιχείο της δυναµικής των έκτακτων περιστάσεων – γι’ αυτό δεν µπορεί να κατανοηθεί µε τα γνωστά κλισέ των επικοινωνιολόγων. Και γι’ αυτό παρόµοια πολιτικά επεισόδια θα ξαναδούµε στο µέλλον.

Μπορεί πλέον το ανασχηµατισµένο ΠΑΣΟΚ να κυβερνήσει, και για πόσο καιρό; Οι πρόσφατοι χειρισµοί Παπανδρέου αναµφίβολα «µίκρυναν» το ανάστηµα του Πρωθυπουργού. Η αναβάθµιση Βενιζέλου θα µαζέψει το µαγαζί και θα προετοιµάσει καλύτερες συνθήκες, στο ενδεχόµενο µιας σύντοµης εκλογικής αναµέτρησης. Ούτε τα λάθη του Πρωθυπουργού όµως θα επηρεάσουν καθοριστικά τις εξελίξεις ούτε οι όποιες διορθωτικές κινήσεις θα βελτιώσουν σηµαντικά τα πράγµατα. Το παιχνίδι δεν παίζεται εκεί. Παίζεται στις µεγάλες επιλογές, στην οικονοµική πολιτική και στη διαχείριση του χρέους. Η κοινή γνώµη, όταν διαβεί τον Ρουβίκωνα, πολύ δύσκολα επιστρέφει στο status quo ante. Εκτός και αν κάποιες µεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες την πείσουν να το κάνει. Αν η κυβέρνηση, σε συνεργασία µε την ΕΕ, δεν κάνει καινοτόµες ισχυρές κινήσεις στο πρόβληµα επίλυσης του χρέους, µοιραία θα οδηγηθεί, µετά µια περίοδο εικονικής ισορροπίας (πιθανώς και λόγω του καλοκαιριού), σε πρόωρες εκλογές. Τότε ο δρόµος για την κυριαρχία της Ν∆, ως ύστατης θεσµικής λύσης, θα ανοίξει διάπλατα – και πολύ πιο γρήγορα από όσο δείχνουν οι τωρινές δηµοσκοπήσεις.

Το λάθος των ευρωπαϊστών στη χώρα µας, και των πολιτικών ηγεσιών στην Ευρώπη, είναι ότι δεν θέλουν να δουν το προφανές: πρώτον, δεν υπάρχει λαϊκή πλειοψηφία για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής· και, δεύτερον, η δέσµευση σε µη υλοποιήσιµες πολιτικές δεν αποµακρύνει την Ελλάδα από το ενδεχόµενο εξόδου από την ευρωζώνη – αντιθέτως, τη φέρνει πιο κοντά. Αν σήµερα η διεθνής αξιοπιστία της χώρας είναι µικρότερη από ό,τι τον Μάιο του 2010, αυτό οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση υλοποίησε πολύ λιγότερα από όσα κάθε φορά υποσχέθηκε. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα µεγάλο µάθηµα ρεαλισµού – αλλά και ο οδηγός για ριζική αλλαγή πορείας.

∆υστυχώς, αυτό δεν έχει συµβεί.

Αντιθέτως, µε το νέο µνηµόνιο η κυβέρνηση αναλαµβάνειδεσµεύσεις ακόµη λιγότερο ρεαλιστικές από εκείνες του πρώτου. Θα ξαναφέρει έτσι την Ελλάδα στη θέση του επαίτη και του απολογούµενου, σε ακόµη χειρότερη διαπραγµατευτική θέση από τη σηµερινή. Η Ελλάδα δεν µπορεί κάθε έξι µήνες να προκαλεί κρίση στην Ευρώπη, γιατί, απλώς, κάποια από τις κρίσεις θα είναι µοιραία για την ίδια. Παραδόξως, δεν υπάρχει µόνον ο δηµαγωγικός δρόµος εξόδου από την ευρωζώνη (ο µύθος της Ρωσίας και της Κίνας που θα µας δανείσουν, η αυταπάτη ότι µπορεί να µειωθούν τα ελλείµµατα χωρίς σκληρά µέτρα, η ανοησία ότι µπορεί η Ελλάδα να εκβιάσει τη Γερµανία). Υπάρχει και ένας «ευρωπαϊκός» δρόµος εξόδου, ο οποίος περνάει µέσα από την αποδοχή των παράλογων απαιτήσεων των εταίρων µας. Η «σιγουρατζίδικη» στρατηγική τού «παίρνουµε αυτό που µας δίνουν» έχει αγγίξει τα όριά της. Ακριβέστερα, µετατρέπεται στο ακριβώς αντίθετο, σε στρατηγική υψηλού κινδύνου για τα συµφέροντα της χώρας, κυρίως γιατί υποβαθµίζει τις πολιτικές παραµέτρους του προβλήµατος. Η στρατηγική των σίγουρων λύσεων δεν «αγοράζει χρόνο», όπως πιστεύουν οι εµπνευστές της, αλλά «πουλάει» πολύτιµο χρόνο. Το νέο δίδυµο Παπανδρέου – Βενιζέλος βρίσκεται στην εµπροσθοφυλακή µιας σύνθετης µάχης που είναι και µάχη µε τον χρόνο. Αν τη διαχειριστούν µε τον παλαιό τρόπο είναι βέβαιο ότι θα τη χάσουν.

Ο κ. Γεράσιµος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ