Μια νέα εποχή ξεκινά για την Τουρκία, μετά τον εκλογικό θρίαμβο του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν, που συγκέντρωσε ποσοστό 49,9% του εκλογικού σώματος των 50 εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Αρχίζει την τρίτη θητεία του καταλαμβάνοντας 325 έδρες στην τουρκική εθνοσυνέλευση, με κορυφαίο πολιτικό του στόχο τη συναινετική, όπως είπε, αναθεώρηση του συντάγματος, για την οποία, πάντως, απαιτούνται οι 330 από τις 550 έδρες του κοινοβουλίου.

Στοιχειώδης αντικειμενικότητα και καθαρότητα αντίληψης επιβάλλει να δει κανείς ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός συγκαταλέγεται σήμερα μεταξύ των πιο σημαντικών ηγετών στον κόσμο. Τα ως τώρα επιτεύγματά του είναι πρωτοφανή: όχι μόνον άλωσε το άλλοτε πανίσχυρο κατεστημένο κεμαλικό κράτος και υπέταξε τα μεγάλα εσωτερικά μέτωπα, αλλά, με τους ρυθμούς ανάπτυξης που έφερε στην Τουρκία, που αγγίζουν το 9% ετησίως, μετέτρεψε τη χώρα του σε μία από τις πιο δυναμικές μεγάλης κλίμακας οικονομίες στον κόσμο.

Ο Ερντογάν αντέστρεψε πολύ γρήγορα την πορεία παρακμής της τουρκικής οικονομίας την οποία παρέλαβε. Αφησε πολύ γρήγορα πίσω του την περιπέτεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έγινε άμεσος συνομιλητής των σημαντικότερων ομολόγων του στον κόσμο και κατέστησε την Τουρκία «παίκτη» στη διεθνή σκηνή, προσελκύοντας αποτελεσματικά το έμπρακτο ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών αλλά και προκαλώντας κάποιες δυσκολίες σε όσους στην Ευρώπη είχαν διαφωνίες με την τουρκική ένταξη, αφού τους έβγαλε από τον «ανταγωνισμό» στην τουρκική αγορά.

Με λίγα λόγια, η τροχιά την οποία διανύει η Τουρκία των τελευταίων ετών είναι η ακριβώς αντίθετη από αυτή που ακολουθεί η Ελλάδα.

Ταυτόχρονα, μαζί με την πολιτική και την οικονομική ισχύ, ο τούρκος πρωθυπουργός χτίζει και τη στρατιωτική ισχύ της χώρας του, κάτι που, πάντως, ενώ συμβαίνει, η κυβέρνησή του φροντίζει να μη το διαφημίζει όσο θα μπορούσε. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται σε πορεία αντίστοιχης ανάπτυξης με εκείνη της οικονομίας, φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ρόλο στα επόμενα χρόνια.

Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς τα βασικά: ένας εξαιρετικά μεγάλος, για τα σημερινά διεθνή δεδομένα, στρατός ξηράς, μια πολεμική αεροπορία με περισσότερα από 100 αεροσκάφη πέμπτης γενιάς τύπου JSF και περισσότερα από 230 πλήρως αναβαθμισμένα F 16, σημαντικός αριθμός ελικοπτέρων και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας και μεγάλος αριθμός νέων φρεγατών και κορβετών, μεταξύ άλλων θαλασσίων μονάδων, θα συνθέτουν την εικόνα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε λίγα χρόνια από σήμερα, όταν ολοκληρωθούν όλα αυτά τα προγράμματα, που βρίσκονται από καιρό σε εξέλιξη και αποτελούν το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα της τουρκικής ιστορίας. Και τα χρόνια περνούν πολύ γρήγορα.

Είναι η εικόνα μιας περίπου αυτοκρατορικής πολεμικής μηχανής, που, όμοιά της, η Τουρκία δεν διέθετε ποτέ μέχρι σήμερα και που αν μπορεί με κάτι, τηρουμένων των αναλογιών, να συγκριθεί στην ιστορία της χώρας, ίσως αυτό να είναι μόνον το οπλοστάσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα χρόνια της ακμής της.

Αλλωστε, το χτίσιμο αυτών των ενόπλων δυνάμεων είναι και ένα βασικό εργαλείο με το οποίο ο Ερντογάν πέτυχε να υποτάξει το λεγόμενο κεμαλικό «βαθύ κράτος», το οποίο, ταυτόχρονα, αλώνει από μέσα, με τις νέες γενιές δικών του αξιωματικών που ανέρχονται συστηματικά στην ιεραρχία: γιατί του δίνει πλέον τα μέσα που εκείνο ως τώρα ουδέποτε διέθετε και, μαζί με αυτά, και την υπόσχεση ενός ευρύτερου ρόλου πέρα από τα τουρκικά σύνορα. Ρόλος που αντικαθιστά σταδιακά τον παλιό του ρόλο εντός των συνόρων, με τρόπο που όλοι είναι, κατά κάποιον τρόπο, κερδισμένοι: η λογική της ανάπτυξης επικράτησε κι εδώ όπως και στην οικονομική πολιτική του.

Ομως, για τον κύριο Ερντογάν, υπάρχει μία «αχίλλειος πτέρνα». Κι αυτή είναι η θέση της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον. Γιατί ενώ έχει με μεγάλη αποτελεσματικότητα δρομολογήσει μέχρι σήμερα αυτήν την πορεία, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το πώς επιθυμεί να την αξιοποιήσει στη διεθνή σκηνή. Ουδείς γνωρίζει ποιοι είναι οι στόχοι που θέλει να υπηρετήσει. Και όσο μεγαλύτερη είναι η ισχύς που διαθέτει η Αγκυρα, από την ώρα που παραμένει λίαν αμφίβολη η λογική αξιοποίησής της, τόσο μεγαλύτερο είναι και το πρόβλημα που δημιουργείται. Ετσι, το κεντρικό ερώτημα είναι ένα: οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και, ιδίως, μέσα από το πρίσμα της προσέγγισής της με το Ιράν.

Μετά το επεισόδιο με το τουρκικό σκάφος που χτύπησαν οι Ισραηλινοί, οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ έχουν φτάσει και παραμένουν στο ναδίρ. Την ίδια στιγμή, αν και καμία πλευρά δεν επιθυμεί να το «φωνάζει», όλο και πιο προβληματικές καθίστανται και οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ.

Το τελευταίο διάστημα οι ΗΠΑ δεν πλειοδοτούν σε πίεση προς την Ευρώπη να εντάξει την Τουρκία, όπως έκαναν παλιότερα – παρά το γεγονός ο Μπαράκ Ομπάμα είχε κάνει εκεί το πρώτο του διμερές ταξίδι μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί να ερεθίσει την Αγκυρα, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις κάθε άλλο παρά σχέσεις εμπιστοσύνης είναι. Η κοινή εκτίμηση είναι ότι η Τουρκία, ειδικά μετά τον θρίαμβο Ερντογάν, δεν είναι καθόλου απίθανο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να «γύρει» προς το Ιράν, ή τουλάχιστον, να τηρήσει τη γνωστή στάση του «Επιτήδειου ουδέτερου» που τόσο καλά διδάχθηκε ο Ερντογάν από τον Κεμάλ. Ετσι, δεν είναι απίθανο, να συμβεί και κάτι που σήμερα φαντάζει μακρινό: οι ΗΠΑ να εγείρουν, τελικά, θέματα σχετικά με την εξαγωγή στην Τουρκία ορισμένων από τα οπλικά συστήματα που ήδη κατασκευάζονται γι’ αυτήν.

Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία αποτελεί πλέον μια όλο και μεγαλύτερη «γκρίζα ζώνη» για τα συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή. Και αυτό, αυτομάτως, οδηγεί στην κατακόρυφη αύξηση της σημασίας της Ελλάδας, για την οποία τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ισραήλ δείχνουν το τελευταίο διάστημα πολύ θερμό ενδιαφέρον – η στάση του Μπαράκ Ομπάμα κατά την επίσκεψη Μέρκελ στην Ουάσιγκτον τα λέει όλα και ασφαλώς δεν έχει να κάνει μόνον με τους κινδύνους που υποτίθεται ότι διατρέχει η ευρωζώνη από ενδεχόμενη ελληνική πτώχευση: την ίδια στιγμή, για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες σιωπηρά, έχουν αρχίσει να εξοπλίζουν εθελοντικά και δωρεάν την Ελλάδα με μια σειρά μέσων, κάτι που ουδεμία σχέση έχει με το μέλλον του ευρώ…

«Σήμερα νίκησαν για μία ακόμη φορά η δημοκρατία και η εθνική θέληση», είπε ο Τούρκος πρωθυπουργός μετά τον θρίαμβό του. Ομως, ενώ τη δημοκρατία όλοι την αντιλαμβάνονται, δεν διευκρίνισε τι εννοεί με αυτή την «εθνική θέληση».

Αυτό το ερώτημα, απασχολεί πλέον πολλούς. Πρέπει να μας απασχολήσει κι εμάς πάρα πολύ σοβαρά γιατί μας αφορά άμεσα – η Τουρκία δεν το κρύβει, το δείχνει σχεδόν καθημερινά. Και, αν αποφασίσουμε επιτέλους να σταματήσουμε να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στην πραγματικότητα, θα δούμε ότι έχουμε ισχυρούς συμμάχους με τους οποίους τα συμφέροντά μας ταυτίζονται και μπορούμε να δώσουμε από κοινού τις απαντήσεις που θα εγγυηθούν όχι μόνον την αποφυγή της πτώχευσης, αλλά και την ασφάλεια της Ελλάδας απέναντι σε μια όλο και πιο επιθετική, όλο και ισχυρότερη Τουρκία.

Σήμερα, η Ελλάδα αν και βρίσκεται ήδη σε καθεστώς επικίνδυνα μειωμένης ισχύος έναντι της Τουρκίας, καθίσταται πλέον απαραίτητη για τη Δύση, όσο κι η Δύση για την Ελλάδα – άσχετα με το αν το αντιλαμβάνονται οι Γερμανοί κι αν τους ενδιαφέρει ή όχι. Και αυτό είναι το μεγάλο της όπλο. Αρκεί να θελήσει να το αξιοποιήσει.

gmalouchos@tovima.gr